Ο μεγάλος κωμικός Λάμπρος Κωνσταντάρας μπλοκάρει θεαματικά την μπάλα σε αγώνα της ποδοσφαιρικής ομάδας των ηθοποιών.
Ο Κωνσταντάρας ήταν ποδοσφαιρόφιλος και φανατικός ΑΕΚτσής και είχε αγωνιστεί μάλιστα ως τερματοφύλακας στις μικρές ομάδες της ΑΕΚ.
”Σε αγώνα Ελλάδος-Γιουγκοσλαβίας το ’60, ο Κωνσταντάρας με τον γιο του Δημήτρη επισκέφθηκαν την Λεωφόρο για να παρακολουθήσουν τον αγώνα.
Η θέση τους ήταν σε σημείο όπου η κερκίδα είχε σπάσει και στην θέση της είχε στηθεί μία αυτοσχέδια με ξύλα πάνω σε τσιμεντόλιθους.
Την ώρα ανάκρουσης των Εθνικών Ύμνων κι ενώ το στάδιο σηκώθηκε όρθιο, έτερος φίλαθλος που δεν είχε αριθμημένο εισιτήριο (θέση ορθίων) άρχισε να τρέχει πέρα-δώθε στην κερκίδα για να χωθεί σε κάποια κενή θέση.
Σκόνταψε, όμως, στην αυτοσχέδια κερκίδα γκρεμίζοντάς την και καταλήγοντας επάνω στον Κωνσταντάρα, που τραυματίστηκε στο κεφάλι, ανάμεσα σε ξύλα και τσιμεντόλιθους.
Ο ηθοποιός τον τσάκωσε και τον μεταχειρίστηκε σαν άλλο Αλέκο Τζανετάκο, καρπαζώνοντάς τον!
Οι φωνές τους σταμάτησαν μέχρι και την ανάκρουση των Εθνικών Ύμνων.
Ο Κωνσταντάρας επέστρεψε τελικά στην θέση του με γάζες στο κεφάλι απ’το χτύπημα, ενώ ο φίλαθλος κατέληξε με μώλωπες απ’το ξύλο στον Ερυθρό Σταυρό.
Ο Κωνσταντάρας, μετά το τέλος του αγώνα κι αφού είχε ηρεμήσει, τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο όπου ο φίλαθλος τού είπε αστειευόμενος “έχεις και βαρύ χέρι, βρε αδερφέ μου”.
Μηχανή του Χρόνου
Ο Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913, σε οικογένεια με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και ρίζες από τη Σινώπη του Πόντου.
Αδερφή του ήταν η Αλεξάνδρα Κωνσταντάρα- Κωνσταντοπούλου και η επίσης ηθοποιός και κατά πολύ μικρότερή του Μήτση Κωνσταντάρα, που πέθανε από καρδιά , έξι μήνες αργότερα, στον ύπνο της.
Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β΄ ομάδα την περίοδο 1929-30 και αθλητής στίβου σε άλματα και αγωνίσματα δρόμου ταχύτητας.
Το 1930 κατατάχθηκε, μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς τη δική του θέληση, στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας.
Γλύτωσε το Ναυτοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του.
Το 1934 τον έστειλαν -σχεδόν με το ζόρι- στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στη συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας.
Εγκατέλειψε σταδιακά τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση, τον πήρε στη Δραματική Σχολή του, που λειτουργούσε στο παρισινό θέατρο “Ατενέ” (Théâtre de l’Athénée), την οποία ο Κωνσταντάρας τελείωσε αριστούχος και ο Ζουβέ τον προώθησε.
Το καλοκαίρι του 1938 ο Κωνσταντάρας επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 καταγεγραμμένες παραστάσεις διαφόρων έργων, ξένων και ελληνικών.
Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.
Η πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα ήταν το καλοκαίρι του 1938 με τον θίασο της κυρίας Κατερίνας στο έργο «Τα παράσημα της γριούλας» του Φ. Μπάρυ και η τελευταία τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.
Για τη θεατρική του παρουσία χαρακτηρίστηκε ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού… (που) είχε σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου…. (με) τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων».
Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε κυρίως μέσα από τους ρόλους του στον κινηματογράφο και παραμένει ιδιαίτερα αγαπητός και δημοφιλής και στις νέες γενιές, δεδομένου ότι οι μεγάλες του επιτυχίες εξακολουθούν να παίζονται ασταμάτητα από τα τηλεοπτικά κανάλια.
Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, πλούσιου και γυναικά (Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα, Η Βίλα των Οργίων, Τι 30, τι 40, τι 50 κλπ.) ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής (Η Αλίκη στο Ναυτικό, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Υιέ μου, υιέ μου κλπ).
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτήν.
Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ» το 1981, σε σενάριο του γιου του Δημήτρη και του δημοσιογράφου Πάνου Τσίρου.