Τα πόδια του μεγάλου Γκαρίντσα!
Ο «άγγελος με τα στραβά πόδια».
Δεν πήγε ποτέ σχολείο, δεν ήξερε καλά καλά να διαβάζει
«Κάποιο από τα πολλά αδέρφια του, τον είπε «Γκαρίντσα», πού είναι το όνομα ενός μικρού και άσχημου πουλιού.
Όταν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο οι γιατροί διέγνωσαν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αθλητής εκείνο το αφύσικο παιδί, το απομεινάρι της πείνας και της πολιομυελίτιδας, το κουτό και κουτσό, με το παιδικό μυαλό, την σπονδυλική στήλης σαν σίγμα τελικό και τα δύο πόδια στραβά προς την ίδια κατεύθυνση…
Τον διέγραψαν με ένα σταυρό.
Δεν υπήρξε δεξί εξτρέμ σαν κι αυτόν!
Στο Μουντιάλ του 1958 ήταν ο καλύτερος τη θέση του.
Στο Μουντιάλ του 1962 ανακηρύχθηκε ο καλύτερος παίκτης του τουρνουά όμως κατά τη μακρόχρονη παρουσία του στο ποδόσφαιρο, ο Γκαρίντσα, ήταν κάτι περισσότερο: ήταν ο άνθρωπος που έδωσε την περισσότερη χαρά στα γήπεδα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Όταν βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο τον μετέτρεπε σε τσίρκο.
Η μπάλα ήταν ένα εξημερωμένο θηρίο κι ο αγώνας μία γιορτή.
Δεν άφηνε να του πάρουν την μπάλα.
Ήταν σαν παιδί που δεν αποχωρίζεται το αγαπημένο του παιχνίδι…
Αγωνιζόταν με την Μποταφόγκο, που σημαίνει μπουρλότο και αυτό ακριβώς ήταν: «το μπουρλότο» που έκανε το στάδιο να παίρνει φωτιά…
Ήταν νικητής;
Μάλλον ένας χαμένος, αλλά καλότυχος.
Όμως η καλή τύχη του δεν κράτησε πολύ.
Ο Γκαρίντσα πέθανε φτωχός, μεθυσμένος και μόνος»!
Εντουάρντο Γκαλεάνο
Tον Απρίλιο του 2002, ένας φοιτητής ιατρικής έγραφε για το «ελάττωμα» ως πηγή δημιουργίας…
Για τον Γκαρίντσα, το «κουτσό πουλί».
Ένα από τα συνηθισμένα παρωνύμια της κοινωνίας μας είναι ο χαρακτηρισμός «κοινωνία της ομοιομορφίας».
Χαρακτηρισμός απόλυτα δικαιολογημένος μια και το σύγχρονο κοινωνικό μας πλαίσιο, σε όλες τις εκφάνσεις του υιοθετεί και επιβραβεύει πανομοιότυπους τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς που οφείλουν να ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο και καθολικά αποδεκτό πρότυπο.
Παρά τη στενή επαφή με πολλαπλά, διαφορετικά και ετερόκλιτα πολιτισμικά δεδομένα που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, οι σύγχρονες δυτικές ή δυτικοποιημένες κοινωνίες μας αρνούνται (και συχνά φοβούνται) το διαφορετικό, το ασυνήθιστο, το «άλλο».
Όταν μάλιστα αυτή η συλλογική ή η ατομική διαφορετικότητα δεν είναι ένα ιδιότυπο πολιτισμικό χαρακτηριστικό αλλά μια φυσική ιδιαιτερότητα, ένα σωματικό ή ψυχικό (γενετικό ή επίκτητο) «ελάττωμα», τότε η άρνηση και η περιθωριοποίηση αυξάνονται, ενώ πίσω από την επιστρωμένη με συμπόνια ασυνείδητη φοβία μας διαγράφεται η απαίτηση της κοινωνίας για ομοιογένεια, για ομογενειοποιηση των αναγκών, των ικανοτήτων και των εκφράσεων.
Αφήνοντας κατά μέρος τα συνηθισμένα ευχολόγια για σεβασμό των ατόμων με «ειδικές ανάγκες» – ή ατόμων με «ειδικές ικανότητες» κατά το πολιτικώς ορθότερο- θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει η κάθε κοινωνία τη φυσική διαφορετικότητα δεν αντανακλά απλώς το επίπεδο της πολιτισμικής της ωριμότητας, αλλά ουσιαστικά προσδιορίζει τις κοινωνικές δυνατότητες για δημιουργία, για έμπνευση και για συνολική πρόοδο.
Ο Γκαρίντσα, ένας μεγάλος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που μεσουρανούσε τη δεκαετία του ’60 και οδήγησε την Βραζιλία στην κατάκτηση δύο παγκοσμίων κυπέλλων, έμεινε στην ποδοσφαιρική ιστορία ως ο παίκτης με την καλύτερη ντρίπλα όλων των εποχών.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο παίκτης αυτός είχε προσβληθεί μικρός από πολυομυελίτιδα με αποτέλεσμα να εμφανίζει σοβαρό κινητικό ελάττωμα στα πόδια.
Αυτή του όμως η φυσική «ελαττωματικότητα» ήτανε η πηγή της ποδοσφαιρικής του ικανότητας. Το ημιπαράλυτο από την αρρώστια πόδι του γλιστρούσε απρόβλεπτα πάνω από την μπάλα, τη χάιδευε απαλά, την κλώτσαγε σπασμωδικά, γεννώντας την πιο μαγική ντρίπλα που είδαμε ποτέ σε γήπεδο.
Ο περίφημος αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ ίσως να μην μπορούσε να εμπνευστεί και να θεμελιώσει την ιδιαίτερη τάση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του αν δεν έχανε την τρισδιάστατη όρασή του, στα 31 του χρόνια, εξαιτίας μίας βλάβης στο αριστερό του μάτι.
Έτσι, αδυνατώντας να προσδιορίσει την τρίτη διάσταση των αντικειμένων, συλλαμβάνοντας την οπτική πραγματικότητα των όγκων με έναν εντελώς δικό του, «ελαττωματικό» τρόπο αίσθησης, δημιούργησε μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική τάση, με έντονη πλαστικότητα και ενισχυμένες γλυπτικές αναφορές, που αγωνίζεται να τιθασεύσει τη σύγκρουση των όγκων με το δισδιάστατο επίπεδο και μέσα από τις καμπυλωμένες, τις παραμορφωτικές σαν οπτικούς φακούς, επιφάνειές της, μετασχηματίζει το «ελάττωμα» σε δημιουργική αναζήτηση της πληρότητας.
Οι επισκέπτες του Αγίου Όρους έμεναν κατάπληκτοι όταν, παλαιότερα, συναντούσαν τον πρωτοψάλτη της βυζαντινής μουσικής.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν βραδύγλωσσος.
Αυτή του όμως η «ελαττωματική» η ιδιαίτερη ομιλία, η δυσκολία των λέξεων να αρθρωθούν αυτόνομα, η ψυχαναγκαστική επανάληψη ημιτελών συλλαβών, ήτανε η πηγή της εκκλησιαστικής του έκφρασης.
Ήτανε η ιδιαιτερότητα που μεταμόρφωνε το τραύλισμα της ομιλίας σε μελωδικό, θρησκευτικό τερέρισμα, σε ασύγκριτο βυζαντινό ισοκράτημα, σε μοναδική δοξολογία ευχαριστίας και παραπόνου.
Τέλος, κανείς δεν μπορεί αν μείνει ασυγκίνητος βλέποντας έναν παρκινσονικό ασθενή να χορεύει ζεϊμπέκικο.
Τα μικρά κοφτά βήματα, η σκυφτή στάση, η απώλεια της ισορροπίας και το μοναχικό παράπονό όσων υποφέρουν από τη νόσο, βρίσκουνε την αρμονική τους έκφραση μέσα σε έναν χορό που είναι εξ’ ορισμού ακανόνιστος, χωρίς συγκεκριμένο βηματισμό, με κινήσεις νευρικά ασύνδετες και σπασμωδικά μοναχικές.
Ο ζεϊμπέκικος χορός δεν είναι παρά η χορογραφία ενός ανθρώπου που υποδύεται ότι χάνει την ισορροπία του και η νόσος του Πάρκινσον, ούσα η ίδια μια ζωντανή ιστορία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται να ισορροπήσει, με τα κοφτά σαν ζεϊμπέκικες πενιές βήματα, αναδεικνύει το «ελάττωμα» και την κινητική υπολειμματικότητα σε χορευτικό χάρισμα εκφραστικής λύτρωσης.
Αυτό που η κοινωνία μας ορίζει –συγκρίνοντάς το με το πρότυπο της «αυτιστικής» φυσιολογικότητάς της –ως «ελάττωμα» ή ως «ιδιαιτερότητα» μπορεί, αν βρει τις κατάλληλες συνθήκες ευκαιρίας, να λειτουργήσει ως πηγή δημιουργίας, έμπνευσης και έκφρασης χαρισματικών δυνατοτήτων.
Από τους τυφλούς μάντεις της αρχαιότητας, που οι θεοί τους τύφλωναν, ανταμείβοντας τους με το χάρισμα της αυξημένης μαντικής διαίσθησης, ως τις τραυλές αγγελικές ψαλμωδίες και το μακρύ ζεϊμπέκικο των παρκινσονικών, προβάλλει ανάγλυφα η διαχρονική ανάγκη να επαναδιαπραγματευτούμε τον τρόπο προσδιορισμού του (ομοιόμορφου) «φυσιολογικού» και του (διαφορετικού) «ελαττωματικού», εγκαταλείποντας την αντίληψη της «ελαττωματικότητας του διαφορετικού» και υιοθετώντας μια νέα κοσμοθεωρία που αναδεικνύει τη «διαφορετικότητα του ελαττώματος» σε παράγοντα εμπνευσμένης πολιτιστικής προόδου και δημιουργικής έκφρασης.