”Έζησα στη Νάπολι μέχρι τα δεκατέσσερα μου χρόνια.
Ολη μέρα έπαιζα με τους φίλους μου στη γειτονιά και στην πλατεία, μετά πήγα σε σχολή ποδοσφαίρου.
Τον Απρίλιο του 1998 ήρθε να με δει ο Φράνκο Μπάρεζι, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος στις ακαδημίες της Μίλαν και έκανα ένα θαυμάσιο ματς.
Στη Νάπολι δεν έβλεπα μέλλον, η μητέρα μου ήταν ευτυχής στο να με στείλει στο Βορρά, επειδή στη Νάπολι είχα κάποιους φίλους οι οποίοι κατέληξαν στη φυλακή.
Έζησα στη γειτονιά με το υψηλότερο ποσοστό ανθρωποκτονιών, στην Καμπανία.
Ο πατέρας μου σκοτώθηκε, όταν ήμουν 11 ετών.
Δεν έχω μόνο τατουάζ, αλλά και ένα σημάδι με 35 ράμματα.
Ένας τρομερός πόνος.
Οι δύο μύες των μηρών ηταν κολλημένοι.
Είχα θρόμβο αίματος.
Δεν είχα καταλαβει τίποτα… έκανα 35 μυϊκές ραφές.
Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν εύκολα.
Η Καμόρα ”πήρε” τον μπαμπά, όταν ήμουν δέκα ετών και μόνο μετά από χρόνια ήξερα τους λόγους του θανάτου του μπαμπά.
Δάνεισε χρήματα στον Πασκουάλε Τσεντόρε, πρώην δήμαρχο του Καζερτάνο.
Αυτός ο άνθρωπος, που συνδέεται με τη φατρία Καζαλέζι, δεν ήθελε να του τα επιστρέψει και τον σκότωσε.
Η μαμά μου ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη μου, σε μια γειτονιά ταλαιπωρημένη από την Καμόρα και με το υψηλότερο ποσοστό δολοφονίας στην Καμπανία.
Είμαι υπερήφανος που μεγάλωσα στο τρίγωνο θανάτου…
Τζιοβάνι Τεντούτσιο, Μπάρα και Ποντιτσέλι, χωρίς να με συγκινεί ποτέ το παράδειγμα των ανθρώπων των φατριών, που έκαναν πόλεμο σε όποιον τους έφερνε αντίρρηση.
Εκεί, είχα πολλές φιλίες.
Υπήρχαν και καλά παιδιά και υπάρχουν και κάποιοι που είναι ακόμα στη φυλακή.
Ένα παιδί στην Καμπανία, αναγκάζεται να είναι ξύπνιο, γιατί ένας χρόνος έκει αξίζει με δέκα κάπου αλλού.
Η Καμόρα ήταν πάντα εκεί και πάντα θα είναι, γιατί ταίζει πολλούς ανθρώπους.
Δεν χρειάζομαι βιβλία ή ταινίες για να καταλάβω ποια είναι η κατάσταση.
Ζούσα σε αυτούς τους δρόμους.
Πιστεύω ότι εκτός από ποδοσφαιριστής, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
Το να πηγαίνω σχολείο ήταν τραγωδία για μένα.
Ο δάσκαλος έκανε μάθημα και εγώ σκεφτόμουν πότε θα πάω να παίξω μπάλα με τους φίλους μου.
Η Καμόρα σκότωσε τον μπαμπά, όχι όμως την αγάπη μου για τη Νάπολη.
Δεν είναι η πόλη μου πια, αλλά μερικές φορές πρέπει να πάω πίσω για να ακούσω τους θορύβους της, τις μυρωδιές της, για να με συγκινήσει και να την αγαπήσω πάλι απο την αρχή.”