ΑρχικήΔιαφοραΝικόλαος Πλαστήρας, βίος και πολιτεία του Έλληνα στρατιωτικού

Νικόλαος Πλαστήρας, βίος και πολιτεία του Έλληνα στρατιωτικού

Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 – 26 Ιουλίου 1953), γνωστός και ως “Μαύρος Καβαλάρης”, ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός.

Έγινε γνωστός για τη δράση του κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου απέκτησε το προσωνύμιο Μαύρος Καβαλάρης) και τη Μικρασιατική εκστρατεία ενώ πολλές φορές συμμετείχε σε στρατιωτικά κινήματα.

Ήταν φιλοβενιζελικός και κυβέρνησε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1950-1952.
Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας (παλαιά ονομασία: Βουνέσι), το 1883.

Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα, όπου φοιτά στο δημοτικό και στο ελληνικό σχολείο της πόλης.

Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με τον γιό ενός Τούρκου Αγά και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον Στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 με τον βαθμό του δεκανέα και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας).

Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, αφού εγκατέλειψε την μονάδα του, μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών.

Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών.

Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909.

Το 1910 εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η σχολή υπαξιωματικών Κέρκυρας (Προπαρασκευαστικόν Υπαξιωματικών Σχολείον), λειτούργησε την περίοδο 1884 έως 1889, μετά την οποία και έκλεισε.

Επαναλειτούργησε το 1925, όχι στην Κέρκυρα αλλά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κεφαλληνία.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Λάρισα και επειδή αυτό ανήκε στη Στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τους πρώτους που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο.

Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του λοχαγού λόγω «εξαιρέτων πράξεων».

Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη.

Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου.

Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο.

Όμως του ανακοινώνεται η επικείμενη σύλληψή του λόγω ακριβώς του σχεδίου που οργάνωνε.

Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του.

Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.
Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ’ αυτό.

Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο, για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με τον Γαλλικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη.

Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα.

Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916.

Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο κατά των Γερμανοβουλγάρων, όπου τραυματίστηκε και παράλληλα προάχθηκε σε ταγματάρχη.

Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο.

Στη μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ’ ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη.

Το 1919 τίθεται επικεφαλής του 5/42 Σύνταγματος Ευζώνων και συμμετείχε στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων.

Μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.
Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας.

Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες αντάρτες και στην προάσπιση των ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό τη φροντίδα των ορφανών Ελληνόπουλων.

Μάλιστα είχε δώσει ρητή διαταγή στους άντρες του να μην πειράξουν Τούρκους και μουσουλμάνους πολίτες.

Επίσης προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι.

Στις εκλογές του 1920 οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα, ενώ χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση» αν και συκοφαντήθηκε για «περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου».

Τελικά αποκαλύφθηκε η εις βάρος του ψευδής καταγγελία.

Στη Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους.

Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατός του Διαβόλου).

Επίσης, επικηρύχθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ.

Κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1921 πέρα από τον Σαγγάριο, το Σύνταγμα έφθασε μέχρι το Καλτακλί, 8 χιλιόμετρα από το Καλέ Γκρότο, ως αριστερή πτέρυγα της 13ης Μεραρχίας του Β΄ Σώματος Στρατού.

Στην τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ στάλθηκε να ενισχύσει την άμυνα του υψώματος Καλετζίκ, στρατηγικής σημασίας για την ελληνική άμυνα, απέτυχε όμως να το κρατήσει και να το ανακαταλάβει.

Την επομένη το 5/42 Σύνταγμά του και οι υπόλοιπες μονάδες, ύστερα από νέες τουρκικές επιθέσεις, ανατράπηκαν και υποχώρησαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα.

Ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού διέταξε τακτική υποχώρηση.

Την 18η Αυγούστου, κατά την υποχὠρηση προς Μπανάζ, τουρκικό σύνταγμα τους αιφνιδίασε.

Οι εύζωνοι, με σύγχυση και αταξία, ετράπησαν προς βορρά με μεγάλες απώλειες και ανασυντάχθηκαν πέντε χιλιόμετρα μακρυά.

Η 13η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού που συμπορευόταν με το 5/42, εγκαταλείφθηκε μόνη χωρίς προστασία και έχασε τρία από τα πυροβόλα της.

Για μη συμμόρφωση σε διαταγές τον Αύγουστο του 1922 προτάθηκε η παραπομπή του σε στρατοδικείο διότι, σύμφωνα με την ανακριτική επιτροπή, προέκυψαν σοβαρά στοιχεία, επί τη βάσει των οποίων δέον να στηριχθή κατηγορία προς ποινική δίωξίν του.

Το στρατοδικείο δεν έγινε διότι ήδη τον Σεπτέμβριο ο Πλαστήρας έκανε κίνημα και όρισε δική του κυβέρνηση.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’).

Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ’ αυτήν (όντας όμως ο ουσιαστικός αρχηγός).

Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών στους ακτήμονες.

Χάρη σ’ αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο Στρατός και ανασυντάχθηκε η Στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «Εκτέλεση των Έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την ολέθρια Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης.

Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος».

Το 1925 μετά το πραξικόπημα της 25ης Ιουνίου κι ενώ ιδιώτευε στην ιδιαίτερη πατρίδα του στην Καρδίτσα, προσκλήθηκε να έλθει στην Αθήνα, από τους επίδοξους ανατροπείς του Πάγκαλου.

Ο Πάγκαλος έβαλε τη χωροφυλακή να τον παρακολουθεί αλλά ο Πλαστήρας έφτασε κρυφά στην Αθήνα τον Οκτώβριο καταλύοντας στο ξενοδοχείο Ακταίον του Νέου Φαλήρου.

Στη συνέχεια κρύφτηκε σε φιλική οικία (Ιωάννη Δογάνη) και μετά στο Χαλάνδρι.

Το 1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη.

Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, τη νύχτα της 5ης προς 6ης Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε κίνημα υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με τη δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας.

Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στο Λίβανο και μετά στη Γαλλία.

Στο επόμενο στρατιωτικό κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου), προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ’ όλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος.

Ὀλοι όμως έλαβαν αμνηστία, με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.

Ο ιστορικός Ιάκωβος Χονδροματίδης, αναφέρει πως ο Πλαστήρας επιδίωκε μέσω του κινήματος της 5ης Μαρτίου, να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς στα πρότυπα του Ιταλού Δικτάτορα, Μπενίτο Μουσολίνι.

Το Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε Πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Σε συνέντευξη του σε μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψη του για τη δικτατορία, τονίζοντας ότι «δεν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού επιπέδου των λαών».
Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη (νότιο Γαλλία): φτάνει στις 2 Οκτωβρίου 1940 στη Νίκαια και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ.

Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξι μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ.

Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, έδωσε εντολή στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι η Ελληνική Πρεσβεία προέβη σε σχετικό διάβημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ.

Ο Κομνηνός Πυρομάγλου ανέλαβε την αποστολή να έλθει σε επαφή με τον Πλαστήρα, προκειμένου να επιστρέψει μέσω Συρίας και Τουρκίας στην Ελλάδα.

Ο Πυρομάγλου ήλθε σε επαφή με τον πλωτάρχη Βουαζέν (Voisin), στέλεχος της Κυβέρνησης του Βισύ, η οποία τελικά μετρίασε τα μέτρα σε βάρος του Πλαστήρα.

Όμως όταν οι Άγγλοι και οι Γκωλικοί κατέλαβαν τη Συρία, οι επαφές Πλαστήρα-κυβέρνησης του Βισύ διακόπηκαν περί τις αρχές Ιουνίου του 1941.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς οι Γερμανοί από το Παρίσι, έστειλαν τον αξιωματικό των Ες-Ες Ρόλαντ Νόσεκ (Roland Nosek) στη Νίκαια της Γαλλίας και συνάντησε τον Πλαστήρα προσκαλώντας τον στο Παρίσι.

Την ίδια περίοδο κάποιος Νίκος Ρούσσος που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση της Αθήνας συναντήθηκε μαζί του· είναι άγνωστο τι συζητήθηκε μαζί του.

Ο Πλαστήρας ενημέρωσε αργότερα τις αρχές Ασφαλείας του Βισύ πως του είχε προταθεί να «αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα».

Μεταξύ 23 Ιουλίου και 29 Αυγούστου πραγματοποιεί ταξίδι στο Παρίσι και επαφές με τις εκεί γερμανικές Αρχές άγνωστο με ποιο περιεχόμενο.

Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ.

Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ.

Από τον Οκτώβριο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1943, τα ίχνη του χάνονται.

Από έγγραφο του Φόρεϊν Όφις (Αύγουστος του 1942) πληροφορούμαστε πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εισηγηθεί να δοθεί στον Πλαστήρα διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία.

Η τελευταία αυτή πρόταση αναστάτωσε το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Εμμανουήλ Τσουδερό, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Κανελλόπουλο, τόνιζε πως η επιστροφή του Πλαστήρα έθετε αναπόφευκτα εκ νέου συνταγματικό ζήτημα.

Τον Αύγουστο του 1943 ο πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο ζητά πληροφορίες περί του Πλαστήρα από τους Γάλλους στο Αλγέρι, ενώ το Φεβρουάριο του 1944 αρχίζουν να πληθαίνουν οι προσπάθειες εκ μέρους της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης (οι φιλελεύθεροι Σοφοκλής Βενιζέλος και ο υπουργός πολέμου Βύρωνας Καραπαναγιώτης) για να έλθει ο Πλαστήρας σε επαφή μαζί τους.

Την ίδια περίοδο, η SOE έβλεπε στο πρόσωπό του τον Έλληνα de Gaulle και λόγω του παρελθόντος του αντιμετωπιζόταν σαν σύμβολο της δημοκρατίας.
Τον Νοέμβριο του 1944 ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο.

Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών».

Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!», με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει: «Κάθισε κάτω, ζαγάρι!».

Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945.

Παρ’ όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945: «Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα […] Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν.»

Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο και συμμετείχε στη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Ο Πλαστήρας μετά την παραίτησή του παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική.

Η επιστολή, αποτέλεσμα της περιορισμένης του ικανότητας για πολιτική ανάλυση σε βάθος, θεωρήθηκε από υποστηρικτές του ως αντίδραση της στιγμής που δεν τον στιγματίζει ως γερμανόφιλο.

Θεωρούσε καλώς ή κακώς ότι μέσω της Γερμανίας η ελληνοϊταλική σύρραξη θα τελείωνε και πως μια αντίσταση εναντίων μιας υπερδύναμης όπως Ιταλία θα επέφερε καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα όπως και έγινε ύστερα από την Εισβολή των Γερμανικών Στρατευμάτων στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941.

Επίσης σε μια συνομιλία του με αξιωματικό των SS τον Δεκέμβριο του 1940 χαρακτήρισε τη σύμπτυξη του ιταλικού στρατού καθαρά και μόνο στρατιωτική ήττα.

Με τη λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ).

Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή».

Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα».

Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση.

Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες, κ.λπ.

Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο.

Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων συμβιβάστηκε και δεν καλλιέργησε την εθνική συμφιλίωση που επιθυμούσε, όσο θα ήθελε.

Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.

Απέτυχε να αποτρέψει την εκτέλεση του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του στις 30 Μαρτίου 1952.
Ο Πλαστήρας πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1953.

Κηδεύτηκε με δημοσία δαπάνη, με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού, με απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου.

Ο προσωπικός του γιατρός, Αντώνιος Παπαϊωάννου, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφαίρεσε την καρδιά του Πλαστήρα και τη φύλαξε σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και στην οικία του, διατηρώντας την σε φορμόλη επί 27 χρόνια.

Η λήκυθος με την καρδιά, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία, μεταφέρθηκε (όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του Μαύρου Καβαλάρη) στην Καρδίτσα σε μια σεμνή τελετή στις 2 Νοεμβρίου 1980, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, του Προέδρου της Βουλής Παπασπύρου, του υπουργού Παιδείας Αθανασίου Ταλιαδούρου, βουλευτών του νομού (οι εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας είχαν έρθει από μόνοι τους, χωρίς επίσημη πρόσκληση), των νομαρχών Καρδίτσας και Βοιωτίας, του δημάρχου Γιούτσικου και πλήθους κόσμου.
Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό.

Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η ανδρεία και οι πολεμικές του ικανότητες, η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να βολέψει από τη θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία.

Η Καρδίτσα, ο συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας Αθηνών και η Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα κοσμούνται με την προτομή του, η δε τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, που πρώτος αυτός οραματίστηκε, βλέποντάς την όπως είχε δημιουργηθεί μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις με τεράστιες καταστροφές που είχαν σημειωθεί στην περιοχή, ονομάστηκε προς τιμήν του, επί κυβερνήσεως Κωνστ. Καραμανλή, Λίμνη Πλαστήρα.

Επίσης ένα στρατόπεδο στη Λάρισα καθώς και το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του.

Στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες πολιτιστικές εκδηλώσεις με το όνομα «Πλαστήρεια» ενώ το 1994 δημιουργήθηκε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Ν. Πλαστήρας», με διάφορα τμήματα, στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μονογραφικού Μουσείου Πλαστήρα.

Με την εφαρμογή του «Σχεδίου Καποδίστριας» στην τοπική αυτοδιοίκηση, συστάθηκε Δήμος Πλαστήρα, ο οποίος περιλαμβάνει τα ανατολικά παραλίμνια χωριά.

Τελευταία Αρθρα

Ο Μάικλ Tζόρνταν και ο ”αδειούχος” Ρόντμαν

''Αν τον αφήσεις να πάει διακοπές, δεν θα τον ξαναδείς. Αν τον αφήσεις να πάει...

Ο Νίκος Μπουντούρης, μιλάει για τον Σκοτ Σκάιλς

"Ήταν τρομερά τα όσα έζησα με τον Σκάιλς! Μέσα σε έξι μήνες είδα πολύ δυνατά...

Ρέμπρατσα: ”Ο Τζόρνταν είναι ένας και μοναδικός”

"Οι νέοι σήμερα δεν μπορούν να καταλάβουν ποιος ήταν πραγματικά ο Μάικλ Τζόρνταν. Τον συγκρίνουν...

Ντίνο Ράτζα: ”Το ΝΒΑ έχει γίνει ένα παιχνίδι χωρίς άμυνα”

Ο γιος μου με ρωτάει πάντα... "Είδες τι έκανε ο Ντόντσιτς;" Ας αναλύσουμε αυτό το...

Παρομοια αρθρα

Λευτέρης Παπαδόπουλος!Δημοσιογράφος, στιχουργός και ποιητής

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1935, δημοσιογράφος, στιχουργός και ποιητής.Ξεκίνησε τη...

Πίνο Ντανιέλε και Μάσιμο Τροΐζι, δύο σπουδαίοι Ναπολιτάνοι

«Ο Massimo Troisi είναι ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ. Δεν το λέω...

Η αληθινή ιστορία του Hachico

Χατσίκο (Hachiko) στα Ιαπωνικά (忠犬ハチ公, chūken hachikō, lit) που σημαίνει "Πιστός σκύλος Χατσίκο", ήταν...