Η καταγωγή των αγώνων είναι από την Αρχαία Ελλάδα και έχουν αναβιωθεί από τον Γάλλο βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν και τον Έλληνα Δημήτριο Βικέλα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι Αγώνες της Ολυμπιάδας, τελούνται κάθε τέσσερα χρόνια από το 1896 και μετά, με εξαίρεση τις χρονιές κατά τη διάρκεια των Παγκόσμιων Πολέμων και του έτους 2020 λόγω πανδημίας.
Το 1924 άρχισαν οι ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες και οι Χειμερινοί Ολυμπιακοί, για χειμερινά αθλήματα.
Από το 1994 οι χειμερινοί αγώνες δεν γίνονται την ίδια χρονιά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο πρώτος καταγεγραμμένος εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν στην Ολυμπία, το 776 π.Χ.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτή δεν ήταν και η πρώτη φορά που γίνονταν οι Αγώνες.
Τότε οι Αγώνες ήταν μόνο τοπικοί και διεξαγόταν μόνο ένα αγώνισμα, η κούρσα του σταδίου.
Από το 776 π.Χ. και μετά οι Αγώνες, σιγά-σιγά, έγιναν πιο σημαντικοί σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα φτάνοντας στο απόγειο τους κατά τον πέμπτο και έκτο αιώνα π.Χ.
Οι Ολυμπιακοί είχαν επίσης θρησκευτική σημασία αφού γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, του οποίου το τεράστιο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία.
Ο αριθμός των αγωνισμάτων έγινε είκοσι και ο εορτασμός γινόταν στη διάρκεια μερικών ημερών.
Οι νικητές των αγώνων θαυμάζονταν και γίνονταν αθάνατοι μέσα από ποιήματα και αγάλματα.
Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από κλαδιά άγριας ελιάς.
Οι Αγώνες σιγά σιγά έχασαν τη σημασία τους όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα και όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Ολυμπιακοί θεωρούνταν πια σαν μία παγανιστική γιορτή και το 393 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη διεξαγωγή τους.
Με αυτό τον τρόπο τελείωσε μια περίοδος χιλίων χρόνων κατά την οποία οι Ολυμπιακοί διεξάγονταν συνέχεια κάθε τέσσερα χρόνια.
Είναι γνωστό ότι κατά τον 17ο αιώνα γινόταν κάποια γιορτή η οποία έφερε το όνομα “Ολυμπιακοί αγώνες” στην Αγγλία.
Παρόμοιες εκδηλώσεις ακολούθησαν στους επόμενους αιώνες στη Γαλλία και Ελλάδα οι οποίες όμως ήταν μικρής έκτασης και σίγουρα όχι διεθνείς.
Το ενδιαφέρον για τους Ολυμπιακούς μεγάλωσε όταν ανακαλύφθηκαν τα ερείπια της αρχαίας Ολυμπίας από Γερμανούς αρχαιολόγους στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο Εδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μηνωίδης, που τότε δίδασκε την αρχαία ελληνική γλώσσα σε πανεπιστήμιο του Παρισίου, μετέφρασε και δημοσίευσε στη γαλλική το “Γυμναστικό” του Φιλόστρατου (1858) και τη συνόδευσε με κείμενό του, περί της ανάγκης αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Λίγο αργότερα, ο βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος ήταν Γενικός Γραμματέας των γαλλικών αθλητικών σωματείων, προσπαθούσε να δικαιολογήσει την ήττα των Γάλλων στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-1871).
Πίστευε ότι ο λόγος της ήττας ήταν επειδή οι Γάλλοι δεν είχαν αρκετή φυσική διαπαιδαγώγηση και ήθελε να τη βελτιώσει.
Ο Κουμπερτέν ήθελε επίσης να ενώσει της εθνότητες και να φέρει μαζί τη νεολαία με τον αθλητισμό παρά να γίνονται πόλεμοι.
Πίστευε ότι η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων θα πετύχαινε και τους δύο πιο πάνω σκοπούς του.
Σε ένα συνέδριο στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι που έγινε από τις 6 μέχρι τις 23 Ιουνίου 1894 παρουσίασε τις ιδέες του σε ένα διεθνές ακροατήριο.
Την τελευταία μέρα του συνεδρίου αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896 στην Ελλάδα τη χώρα που τους γέννησε, και πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα.
Έτσι γεννήθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) για να διοργανώσει τους Αγώνες με πρώτο πρόεδρο τον Μακεδόνα Δημήτριο Βικέλα, γενικό γραμματέα τον βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερντέν και μέλη προσωπικότητες από διάφορα κράτη.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.
Αν και οι αθλητές που πήραν μέρος δεν ξεπερνούσαν τους 250, ήταν η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση που έγινε ποτέ.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι και το κοινό ήταν ενθουσιασμένοι και ζήτησαν να έχουν το μονοπώλιο των αγώνων.
Η ΔΟΕ όμως αποφάσισε διαφορετικά και οι δεύτεροι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 1900 στο Παρίσι (Γαλλία).