Τελείωνες απο το σχολείο και μια σκέψη στριφοργυρνούσε στο κεφάλι, να έρθει 16:30 η ώρα.
Γιατί ήταν εκείνη η ώρα τότε που άρχιζες να ζεις, ξεκίναγε ο μαραθώνιος των τηλεφώνων, έπαιρνες όλους τους φίλους ελπίζοντας να κατέβουν όλοι για να οργανωθεί το συνηθισμένο παιχνίδι.
Όταν μαζευόμασταν λίγοι, δεν μασούσαμε, παίζαμε ”γερμανικό”.
Αν άλλοι έφταναν αργότερα, ενώ ήμασταν στα μισά του παιχνιδιού, τότε το παιχνίδι τελείωνε και ξεκινούσε το διπλό.
Που είναι εκείνες οι μπάλες που παίζαμε τότε..??
Σε πόσα μπαλκόνια, σε πόσες φυλλωσιές, σε πόσα χωράφια, σε πόσα γκαράζ να είναι χαμένες…
Άραγε σε τι κατάσταση να είναι??
Ολη μας η ζωή ήταν αυτή η μπάλα, καθόμασταν δίπλα της και λέγαμε τα όνειρα μας.
Καθόμασταν μετά το παιχνίδι και αναρωτιόμασταν που θα είμαστε σε 10 χρόνια απο τώρα, πως θα είναι η ζωή μας.
Αυτή η μπαλα των παιδικών μας χρόνων πάντα ήταν εκεί να ακούει τις συζητήσεις μας, πάντα ήταν εκεί και μας παρακολουθούσε με προσοχή.