“Ο κόσμος μου από τότε που σταμάτησα το ποδόσφαιρο είναι το σπίτι, το λιβάδι, το δάσος, το υπόστεγο, η αποθήκη.
Με όλα αυτά που έχω να κάνω, δεν έχω χρόνο να βαρεθώ, αν και είχα προβλέψει λίγη βαρεμάρα…
Αισθάνομαι ότι έχω τον έλεγχο της ημέρας μου και αυτό είναι ένα υπέροχο συναίσθημα.
Έχω δώσει τα πάντα στο ποδόσφαιρο.
Από τότε που ήμουν παιδί, δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, προπονήσεις, προπονητικά κέντρα, ταξίδια, ξενοδοχεία, αγώνες, περισσότερες προπονήσεις…
Ονειρευόμουν εδώ και καιρό να μπορώ να έχω την πολυτέλεια μιας τέτοιας ζωής, να μην έχω πλέον προέδρους, διευθυντές, προπονητές, υποχρεώσεις, προθεσμίες, να τηρώ χρονοδιαγράμματα.
Θυμάμαι τα χρόνια με τον Sacchi στην εθνική ομάδα, κάθε σεζόν μαζί του άξιζε πέντε με κάποιον άλλον.
Δεν σταματούσε ποτέ.
Μεταξύ Πρωταθλήματος και Κυπέλλου παίζαμε Κυριακές, Τετάρτες και πάλι Κυριακές. Προπονούμασταν κάθε μέρα, ακόμα και στις 31 Δεκεμβρίου και την 1η Ιανουαρίου.
Όταν κατάφερνα να ξεφύγω και να είμαι στο σπίτι για μια μέρα ένιωθα σαν να έμπαινα στον παράδεισο.
Η κούραση δεν ήταν μόνο σωματική, αλλά κυρίως ψυχική.
Είχα προετοιμαστεί γι’αυτό το κομμάτι της ζωής.
Στα δεκατέσσερα χρόνια φιλίας και συνεργασίας με τον Vittorio (Petrone, ο ατζέντης του) δεν σχεδιάσαμε ποτέ μια δεύτερη καριέρα, μετά στο ποδόσφαιρο.
Ήθελα να ζήσω τη γεύση των απλών πραγμάτων και να κάνω full time όλα όσα ως ποδοσφαιριστής μου επέτρεπαν να κάνω μόνο είκοσι μέρες το χρόνο.
Ακόμα και να κάνω περισσότερο παρέα με τους φίλους μου.
Ναι, γιατί όπως μου έλεγε ο δάσκαλος Ικέντα, η φιλία είναι η υψηλότερη αξία της ανθρώπινης ύπαρξης”.
Ρομπέρτο Μπάτζιο