Το μεγάλο ντέρμπι στο χωριό, όταν παίζαμε μπάλα, μικρά παιδιά, ήταν το Γουρνίκι-Παναγία.
Κανονικά οι αρχηγοί των δύο ομάδων πλησίαζαν πρώτα όποιον έμενε στις δυο γειτονιές για να τον στρατολογήσουν και μετά περίμεναν κάποιον που θα μάλωνε είτε με την μία είτε με την άλλη ομάδα για να τον αρπάξουν.
Στις μεταγραφές δεν υπήρχαν χρήματα, υπήρχαν όμως καραμέλες, σοκολάτες, σάντουιτς για τους μεγάλους αστέρες και τσιγάρα για τους πολύ προχωρημένους, οι οποίοι είχαν απαιτήσεις για να παίξουν.
Τα ματς γινόταν στο Δημοτικό, όπου ήταν η έδρα για το Γουρνίκι και στο Νηπιαγωγείο, όπου ήταν η έδρα της Παναγίας.
Ηταν Σάββατο μεσημεράκι και εμείς πολύ μικροί κανονίσαμε να παίξουμε στο μονόζυγο στο Δημοτικό για να έχουμε και δοκάρια, τέσσερα άτομα ήμασταν.
Οταν φτάσαμε, είδαμε πολύ κόσμο να κάνει ζέσταμα, ρωτάμε αν μπορούμε να παίξουμε και μας απαντάνε με ερωτήση…”Που κοντά μένετε..??
Αν μένουμε στην βρύση, κοντά στον Σπύρο η αν μένουμε απο εκεί που γίνεται το παζάρι και πάνω?? Που ανήκετε..??
Γουρνίκι η Παναγία??
Αυτές ηταν οι ερωτήσεις…
Στις ομάδες υπήρχαν παίκτες απο Τρίτη Δημοτικού που ήμασταν τότε εμείς, μέχρι Τρίτη Γυμνασιου.
Πήγα στο Γουρνίκι. Εκείνο το πρώτο ματς που παίξαμε εμείς οι μικροί, έληξε 4-4.
Οι εστίες, ηταν η μία προς το κτίριο του Δημοτικού και η άλλη προς τις μπασκέτες, κανονικά με πέτρες για δοκάρια.
Τα πέναλντι, αν το ματς έληγε ισοπαλία, τα χτυπούσαμε στο μονόζυγο για να υπάρχουν δοκάρια κανονικά.
Το 4-3 το έκανα απο ενα λάθος ελεύθερο των αντιπάλων, μετά απο κοντινή πάσα…Είπα απο μέσα μου, θα με κάνουν ήρωα.
Μας ισοφάρισαν όμως στο τέλος και έτσι πήγαμε στα πέναλντι.
Εκει μόνο δυο κατάφεραν να βάλουν γκολ ενω όλοι βαρέσαν πέναλντι απο δυο φορές, εκτος απο μας τους πολυ μικρούς, που μας ειχαν για θεατές στην διαδικασία.
1-1 λοιπόν στα πέναλντι και τότε ρίχνει την ιδέα ένας πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία που ήταν εκεί ως φίλαθλος.
-Γιατι δεν βαρανε και τα μικρά??
-Δεν θα φτανουν την μπαλα ρε. Δεν μπορούν.
Τελικα αποφασίστηκε να σουτάρουμε κι εμείς, εγώ κι’ένας άλλος συμμαθητής μου.
Απλα θα καθομασταν τέρμα εναλλάξ, ο ένας στο σουτ του άλλου, για να είναι δίκαιο το αποτέλεσμα.
Παίρνει φόρα, αουτ, φεύγει η μπάλα πίσω απο το τοιχάκι στο μονόζυγο.
Σκαρφαλώνει την παίρνει, μου την δίνει.
Σκέφτομαι. Μύτο δεν γίνεται να βαρέσω θα με κοροιδεύουν, το πλασέ μπορεί να μην βρει γωνία καν και να πάει πάνω του, οπότε η λύση ηταν το κουντουπιέ στη δεξιά γωνία με ολη την δύναμη και οτι γίνει.
Παίρνω φόρα και ενω έδειξα που θα την στείλω απο τον τρόπο που έτρεξα προς την μπάλα, την έστειλα ακριβώς στο παραθυράκι δεξιά, καλύτερα δεν γινόταν.
Μεγάλη νίκη, οι μισοί πανηγύριζαν σκαρφαλώνοντας στο τοίχο πίσω απο το μονόζυγο και οι άλλοι με κυνηγούσαν με μανία για να πανηγυρίσουμε.
Εκσταση. Περιμέναμε κάθε Σάββατο να κάνουμε τα ματς, περιμέναμε την οργάνωση και τις εντολές απο τον πρόεδρο-προπονητή. Ακούγαμε τις προσφορές αν θα παίζαμε καλά και είναι γεγονός οτι ένας απ’τους καλύτερους μας παίκτες στο Γουρνίκι, πουλήθηκε για μια τσίχλα και μια σοκοφρέτα.
Εκεινη η κόντρα τότε μας έκανε να αγαπησουμε το ποδόσφαιρο της αλάνας και περιμέναμε πως και πως την ώρα να ανταμώσουμε για να παίξουμε και να τα δώσουμε όλα για την γειτονιά μας.
Μεγαλώνοντας, το Βησιγότθοι-Οστρογότθοι, διαδέχτηκε το Γουρνίκι-Παναγία και εκεί πλέον, είχε ανελέητο ξύλο και πολύ ένταση.