”Θυμάμαι ακριβώς την στιγμή που κατάλαβα ότι είχαμε χρεοκοπήσει.
Ακόμα έχω την εικόνα της μητέρας μου στο ψυγείο και την έκφραση του προσώπου της.
Ημουν μόλις έξι ετών και γύρισα σπίτι από το σχολείο για το γεύμα.
Η μητέρα μου ετοίμαζε κάθε μέρα το ίδιο ακριβώς μενού: ψωμί και γάλα.
Οταν είσαι παιδί δεν το σκέφτεσαι.
Υποθέτω ότι αυτό μπορούσαμε τότε.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν γύρισα σπίτι, προχώρησα στην κουζίνα και είδα την μητέρα μου στο ψυγείο με το γάλα όπως πάντα.
Ωστόσο, εκείνη τη φορά ανακάτευε το γάλα με κάτι.
Δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβαινε.
Τότε μου το έφερε κοντά και συνέχισε να χαμογελάει, δείχνοντας ότι όλα ήταν ενταξει.
Εγώ όμως κατάλαβα αμέσως τι είχε γίνει.
Είχε ανακατέψει το γάλα με νερό.
Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να βγάζουμε τη βδομάδα.
Ημασταν απένταροι.
Οχι απλά φτωχοί, αλλά κατεστραμμένοι.
Ο πατέρας μου είχε υπάρξει επαγγελματίας, αλλά βρισκόταν στο τέλος της καριέρας του και όλα τα χρήματα είχαν εξαφανιστεί.
Το πρώτο πράγμα που έφυγε από το σπίτι ήταν η καλωδιακή τηλεόραση. Τέλος στο ποδόσφαιρο.
Επειτα ήρθε η νύχτα και τα φώτα που παρέμεναν κλειστά.
Καθόλου ηλεκτρική ενέργεια.
Μετά ήθελα να κάνω μπάνιο, μα δεν υπήρχε ζεστό νερό.
Η μητέρα μου ζέσταινε στη σόμπα κι εγώ έπαιρνα με μία κούπα και το έριχνα όρθιος στο κεφάλι μου.
Υπήρχαν άπειρες φορές που η μητέρα μου έπρεπε να δανειστεί ψωμί.
Οι αρτοποιοί ήξεραν εμένα και τον αδερφό μου.
Ετσι της επέτρεπαν να ψωνίσει τη Δευτέρα και να τα πληρώσει την Παρασκευή.
Ηξερα ότι πνιγόμασταν, αλλά όταν την είδα να ανακατεύει το γάλα με το νερό, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το τέλος.
Αυτή ήταν η ζωή μας.
Φυσικά δεν έλεγα κουβέντα.
Απλά έτρωγα ό,τι μου έδινε.
Αλλά ορκίζομαι στον Θεό, εκείνη την ημέρα έδωσα την υπόσχεσή μου.
Ηταν λες και κάποιος να με ξύπνησε.
Ηξερα πλέον απολύτως τι έπρεπε να κάνω.
Δεν μπορούσα άλλο να βλέπω έτσι την μητέρα μου.
Δεν θα το επέτρεπα.
Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο συνηθίζουν να μιλούν για την ψυχική δύναμη.
Λοιπόν, εγώ είμαι ο μεγαλύτερος μάγκας που θα συναντήσετε.
Επειδή θυμάμαι πάντα ότι καθόμουν στο σκοτάδι με τον αδερφό μου, τη μητέρα μου και τις προσευχές που λέγαμε, πιστεύοντας ότι θα συνέβαινε το θαύμα.
Κι εγώ κράτησα εκείνη την υπόσχεσή μου.
Γυρνώντας σπίτι μία μέρα από το σχολείο, είδα την μητέρα μου να κλαίει και τις είπα…
“Μητέρα, θα αλλάξουν όλα. Θα δεις. Θα παίξω ποδόσφαιρο στην Αντερλεχτ και θα συμβεί σύντομα. Δεν θα έχεις πλέον να ανησυχείς για τίποτα”.
Ημουν έξι όταν ρώτησα τον πατέρα μου…
“Από ποια ηλικία μπορείς να παίξεις επαγγελματικά μπάλα;”
Μου απάντησε.. “Από τα 16”.
Από εκεί και μετά κάθε παιχνίδι που έπαιξα ήταν σαν τελικός για μένα.
Οταν έπαιζα στην πλατεία, στο σχολείο, ήταν τελικός.
Εβαζα όλη μου τη δύναμη σε κάθε σουτ.
Επαιζα όλη την ώρα έξω.
Και προσπαθούσα να σκοτώσω με το σουτ μου. Τότε άρχισα και να ψηλώνω πολύ.
Οι δάσκαλοι και οι γονείς των άλλων παιδιών απορούσαν…
“Εσύ πόσων ετών είσαι; Πότε γεννήθηκες;”
Και εγώ έλεγα:
“Τι; Είσαι σοβαρός;”
Στα 11 μου βρέθηκα να παίζω για τους πιτσιρικάδες της Λιρς και ένας πατέρας προσπάθησε κυριολεκτικά να με σταματήσει από το να μπω στο γήπεδο, φωνάζοντας:
“Που είναι η ταυτότητά του; Από που είναι;”
Ημουν Βέλγος, γεννήθηκα στην Αμβέρσα, αλλά ο δικός μου πατέρας δεν ήταν εκεί. Ημουν ολομόναχος.
Πήγα στην τσάντα μου, έβγαλα ταυτότητα και την έδειξα σε όλους και θυμάμαι ότι σκέφτηκα μέσα μου:
“Ναι και τώρα θα σκοτώσω τον γιο σου με ακόμα περισσότερη δύναμη. Θα τον πάρεις από εδώ κλαίγοντας”.
Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι απλά καλός.
Όχι απλά σπουδαίος.
Ο καλύτερος.
Έπαιζα με τόσο θυμό εξαιτίας πολλών πραγμάτων.
Εξαιτίας των ποντικιών που έτρεχαν στο σπίτι μας, επειδή δεν μπορούσα να δω Champions League, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο με κοιτούσαν οι άλλοι γονείς.
Είχα μία αποστολή.
Όταν ήμουν 12 ετών, είχα πετύχει 76 γκολ σε 34 ματς.
Τα είχα πετύχει όλα, φορώντας τα παπούτσια του πατέρα μου. Όταν τα πόδια μας έφτασαν να έχουν το ίδιο μέγεθος, μου τα δάνειζε.
Μία μέρα κάλεσα τον παππού μου,τον πατέρα της μητέρας μου. Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου.
Ήταν η σύνδεσή μου με το Κονγκό, από όπου κατάγονται οι γονείς μου.
Ήμουν, λοιπόν, στο τηλέφωνο μαζί του μία μέρα και του είπα: τα πηγαίνω πολύ καλά.
Πέτυχα 76 γκολ και κατακτήσαμε το πρωτάθλημα. Οι μεγάλες ομάδες με παρακολουθούν.
Ως συνήθως, ήθελε πάντα να ακούει για το παιχνίδι μου. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν κάπως παράξενα.
Μου είπε: “Ναι Ρομ, αυτό είναι σπουδαίο. Μπορείς, όμως, να μου κάνεις μία χάρη;”
“Ναι, τι είναι;” τον ρώτησα.
Μου απάντησε: “Σε παρακαλώ, μπορείς να προσέχεις την κόρη μου;”
Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ μπερδεμένος. Τι έλεγε ο παππούς;
Είπα: “Τη μαμά; Ναι, εντάξει. Είμαστε εντάξει”.
Μου είπε: “Οχι, πρέπει να μου υποσχεθείς. Μπορείς να το κάνεις; Απλά να προσέχεις την κόρη μου για μένα, εντάξει;”
“Ναι παππού. Το κατάλαβα. Σου το υπόσχομαι”.
Πέντε ημέρες αργότερα πέθανε και τότε κατάλαβα τι εννοούσε.
Με στενοχωρεί τόσο πολύ, καθώς εύχομαι απλά να είχε ζήσει άλλα τέσσερα χρόνια για να με δει να παίζω με την Άντερλεχτ.
Για να δει ότι τήρησα την υπόσχεσή μου. Να δει ότι όλα είναι εντάξει.
Είχα πει στη μητέρα μου ότι θα τα καταφέρω μέχρι να γίνω 16 ετών.
24 Μαΐου 2009.
Ο τελικός των play off ανάμεσα σε Άντερλεχτ και Σταντάρ Λιέγης.
Εκείνη η μέρα ήταν η πιο τρελή στη ζωή μου. Πρέπει, όμως, να πάμε πιο πίσω για ένα λεπτό.
Γιατί στο ξεκίνημα της σεζόν έπαιζα δεν έπαιζα για την U19 της Άντερλεχτ.
Ο προπονητής με έβαζε κυρίως ως αλλαγή.
Έλεγα στον εαυτό μου: πώς στο διάολο θα υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο στα 16 μου αν μένω στον πάγκο της U19;
Έτσι, έβαλα ένα στοίχημα με τον προπονητή.
Του είπα: “Αν μου δώσεις κάποιες εγγυήσεις, αν με βάζεις να παίζω, τότε θα έχω πετύχει 25 γκολ μέχρι το Δεκέμβριο”.
Γέλασε. Πραγματικά γελούσε μαζί μου.
Μου είπε: ¨Εντάξει. Αν, όμως, δεν σκοράρεις 25 γκολ μέχρι το Δεκέμβριο, επιστρέφεις στον πάγκο”.
“Εντάξει, έχουμε συμφωνία”, απάντησα και πρόσθεσα:
“Και κάτι ακόμα. Θα πρέπει να κάνεις κάθε μέρα pancakes για εμάς”.
Είχα πετύχει 25 γκολ μέχρι το Νοέμβριο και τρώγαμε pancakes πριν τα Χριστούγεννα.
Ας γίνει αυτό μάθημα.
Δεν παίζεις με ένα παιδί που έχει πεινάσει στη ζωή του!
Υπέγραψα το πρώτο επαγγελματικό μου συμβόλαιο με την Άντερλεχτ στα γενέθλιά του, στις 13 Μαΐου.
Πήγα αμέσως και αγόρασα το νέο FIFA μαζί με την κονσόλα.
Ήταν ήδη το τέλος της σεζόν και ήμουν αραχτός σπίτι. Η χρονιά, όμως, ήταν τρελή στο πρωτάθλημα, γιατί Άντερλεχτ και Σταντάρ Λιέγης είχαν τελειώσει με τους ίδιους βαθμούς. Έτσι, ένα διπλό μπαράζ θα έβγαζε τον πρωταθλητή.
Είδα τον πρώτο τελικό από το σπίτι ως οπαδός στην τηλεόραση.
Τότε, μία ημέρα πριν τον επαναληπτικό, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον προπονητή της δεύτερης ομάδας. Ετοιμαζόμουν να πάω στο πάρκο να παίξω ποδόσφαιρο.
“Όχι, όχι. Μάζεψε αμέσως τα πράγματά σου.
Τώρα, ”φώναξε.”
Πρέπει να έρθεις αμέσως στο στάδιο. Η πρώτη ομάδα σε χρειάζεται άμεσα”.
Κυριολεκτικά έτρεξα στο δωμάτιο του πατέρα μου.
“Σήκω αμέσως! Πρέπει να φύγουμε!”.
“Τι; Και που να πάμε;”.
“Στην ΑΝΤΕΡΛΕΧΤ!”.
Δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω.
Πήγα στο στάδιο και έτρεξα μέχρι τα αποδυτήρια.
Ο φροντιστής με ρώτησε: Ποιο νούμερο θες;” Του είπα: “Δώσε μου το 10”.
Δεν ξέρω.
Μάλλον ήμουν πολύ μικρός για να το φοβάμαι υποθέτω.
“Οι παίκτες από τις ακαδημίες παίρνουν από το 30 και πάνω”, μου απάντησε.
“Εντάξει, τρία και έξι κάνουν εννιά, οπότε δώσε μου το 36”.
Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο, οι πιο κλασάτοι παίκτες με έκαναν να τραγουδήσω γι’αυτούς στο δείπνο.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τι είχα διαλέξει. Το κεφάλι μου γυρνούσε.
Βγήκαμε από το λεωφορείο και κατευθυνθήκαμε στο γήπεδο, κάθε παίκτης φορούσε ένα δροσερό κοστούμι.
Εκτός από εμένα.
Βγήκα από το λεωφορείο με μια τρομερή φόρμα και όλες οι κάμερες της τηλεόρασης ήταν ακριβώς στο πρόσωπό μου.
Η βόλτα για τα αποδυτήρια ήταν περίπου 300 μέτρα.
Ίσως τρία λεπτά με τα πόδια. Μόλις άνοιξα το ντουλάπι μου, το τηλέφωνό μου λίγο έλειψε να… ανατιναχθεί.
Όλοι με είχαν δει στην τηλεόραση.
Είχα 25 μηνύματα σε τρία λεπτά. Οι φίλοι μου είχαν τρελαθεί…
“Αδερφέ; Γιατί είσαι σε αυτό το παιχνίδι;”
“Ρομ, τι συνέβη; Γιατί σε δείχνει η τηλεόραση;”.
Στον μοναδικό που απάντησα ήταν στον κολλητό μου “Αδερφέ, απλά μείνε προσηλωμένος στην τηλεόραση”.
Στο 63ο λεπτό ο προπονητής με φώναξε να μπω στο γήπεδο.
Εκανα ντεμπούτο για την Αντερλεχτ σε ηλικία 16 ετών και 11 ημερών.
Χάσαμε τον τελικό εκείνη τη μέρα, αλλά ήμουν ήδη στον ουρανό.
Είχα καταφέρει να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου προς τη μητέρα και τον παππού μου.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως όλα θα πάνε καλά.
Την επόμενη σεζόν τελείωσα το λύκειο και έπαιζα ταυτόχρονα στο Europa League.
Κάποτε είχα κουβαλήσει μια τεράστια τσάντα στο σχολείο, αφού στη συνέχεια έπρεπε να προλάβω την πτήση!
Κερδίσαμε εύκολα το πρωτάθλημα και ήμουν δεύτερος στην προτίμηση για τον Καλύτερο Αφρικανό της χρονιάς.
Ηταν απλά… τρελό!
Στην πραγματικότητα τα περίμενα όλα αυτά, αλλά όχι τόσο γρήγορα.
Ξαφνικά τα μέσα μαζικής Ενημέρωσης μιλούσαν τόσο για μένα και οι προσδοκίες ολοένα και μεγάλωναν.
Οταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, διάβαζα άρθρα σε εφημερίδες και με αποκαλούσαν “Ο Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός;”.
Οταν όμως δεν πήγαινα καλά έγραφαν “Ο Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός με καταγωγή από το Κονγκό;”.
Αν δεν σας αρέσει ο τρόπος που παίζω, εντάξει.
Αλλά γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα στην Αμβέρσα, στη Λιέγη και στις Βρυξέλλες.
Ονειρευόμουν να παίξω μπάλα στην Αντερλεχτ. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ο Βινσέντ Κομπανί.
Θ’ αρχίσω μια φράση στα γαλλικά και θα τελειώσω στα ολλανδικά.
Θα βάλω μέσα κάποια ισπανικά ή πορτογαλικά ανάλογα σε ποια γειτονιά βρισκόμαστε.
Είμαι Βέλγος.
Δεν ξέρω γιατί μερικοί συμπατριώτες μου θέλουν να με δουν να αποτυγχάνω. Δεν ξέρω γιατί.
Οταν πήγα στην Τσέλσι και δεν έπαιζα καλά, άκουσα μερικούς να γελάνε εις βάρος μου.
Οταν δόθηκα δανεικός στη Γουέστ Μπρομ πάλι γελούσαν… Αλλά δεν πειράζει…
Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ κοντά μου, οπότε ειλικρινά δεν μπορούν να με καταλάβουν.
Ξέρεις τι είναι αστείο; Εχασα… δέκα χρόνια ποδοσφαίρου στο Champions League όταν ήμουν παιδί.
Πήγαινα σχολείο και όλα τα παιδιά μιλούσαν για τον τελικό και εγω δεν ήξερα τι συνέβη.
Θυμάμαι το 2002, όταν η Ρεάλ έπαιζε με τη Λεβερκούζεν.
Ολοι μιλούσαν για τη γκολάρα του Ζιντάν. Έπρεπε να προσποιηθώ πως ήξερα για τι πράγμα έλεγαν…
Δυο εβδομάδες αργότερα βρισκόμασταν στην τάξη των υπολογιστών κι ένας φίλος μου έβαλε το video με το γκολ του Ζιντάν!
Εκείνο το καλοκαίρι όμως δεν έχασα τον τελικό του Μουντιάλ.
Στο σπίτι του φίλου μου παρακολούθησα τον Ρονάλντο να σηκώνει την κούπα.
Ολα τα υπόλοιπα που συνέβησαν τα άκουγα από τα παιδιά στο σχολείο.
Θυμάμαι ότι είχα τρύπες στα παπούτσια μου το 2002.
Μεγάλες τρύπες.
Δώδεκα χρόνια αργότερα έπαιζα στο παγκόσμιο κύπελλο.
Τώρα είμαι σε ακόμα ένα Μουντιάλ.
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να αγχώνεσαι και να στεναχωριέσαι.
Οι άνθρωποι μπορούν να πουν ό,τι θέλουν για την ομάδα και για μένα.
Οταν ήμουν παιδί δεν μπορούσα να δω ούτε τον Τιερί Ανρί στον αγώνα της ημέρας. Τώρα μαθαίνω από αυτόν, μιλάμε…
Στέκομαι απέναντι στον μύθο.
Ο Τιερί μπορεί να είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που παρακολουθεί περισσότερο ποδόσφαιρο από μένα.
Συζητούμε τα πάντα.
Μιλάμε ακόμα και για τη B’ κατηγορία της Γερμανίας.
Του λέω “Τιερί, είδες πως παρουσιάστηκε η Φορτούνα Ντίσελντορφ;”
Απαντά “Μην είσαι ανόητος. Φυσικά και είδα…”
Πραγματικά επιθυμούσα να ήταν ο παππούς μου εδώ γύρω για να το δει όλο αυτό.
Δεν εννοώ το Champions League, ούτε τα Παγκόσμια Κύπελλα.
Θα ήθελα να ήταν εδώ και να δει τη ζωή που έχουμε τώρα. Θα ήθελα να είχα την ευκαιρία για ένα τελευταίο τηλεφώνημα, για να τον ενημερώσω.
”Βλέπεις; Στο είπα.
Η κόρη είναι εντάξει.
Δεν υπάρχουν αρουραίοι στο διαμέρισμα.
Δεν κοιμόμαστε πλέον στο πάτωμα. Δεν υπάρχει πλέον άγχος.
Είμαστε καλά τώρα…
Δεν χρειάζεται πλέον να τσεκάρουν τις ταυτότητές μας.
Ξέρουν τα ονόματά μας..”
Ρομέλου Λουκάκου