«Έπαιζα στην Ιταλία όταν ήταν εκεί οι μεγαλύτεροι πρωταθλητές, μετά με την πάροδο του χρόνου η ποιότητα έπεσε και λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τους ιταλικούς συλλόγους, έπεσε το επίπεδο. Ήταν το κορυφαίο πρωτάθλημα μέχρι και το 2007. Θυμάμαι όμως με ευχαρίστηση τις μάχες στο γήπεδο με αμυντικούς όπως οι Vierchowod, Ferri, Bergomi, σκληρούς αλλά πιστούς αντιπάλους. Αν έχω γίνει τόσο δυνατός είναι χάρη στους Ιταλούς αμυντικούς. Ήταν τόσο δύσκολο να σκοράρεις, να παίξεις το παιχνίδι σου, που έπρεπε να βελτιώνεσαι συνεχώς και να επενδύεις στον εαυτό σου. Σήμερα το ποδόσφαιρο παίζεται πολύ πιο γρήγορα αλλά με πολύ λιγότερη τεχνική και φαντασία. Με έλεγαν «νέγερ», αλλά δεν το θεώρησα ρατσιστικό. Νομίζω ότι απλώς με φοβόταν. Τα έδινα όλα και στο τέλος κατέληγαν να με χειροκροτούν. Το ίδιο συνέβαινε και με τα φάουλ, αν με χτυπούσαν, σηκωνόμουν αμέσως. Αν μείνεις κάτω και παραπονιέσαι, αυτός που σε χτύπησε σκέφτεται... «Α, έτσι, τώρα τον πλήγωσα». Δεν έπρεπε να το σκέφτονται. Ιταλία; Πέρασα υπέροχα, μπορώ μόνο να την ευχαριστήσω. Παπούτσια, ρούχα, αυτοκίνητα, έπιπλα, τυριά, γυναίκες, παραλίες, θάλασσα, βουνά. Μου έμαθε τα πάντα. Να απολαμβάνω τη ζωή, να τρώω, να ντύνομαι. Την πρώτη χρονιά οι συμπαίκτες μου πήραν όλα τα ρούχα και τα έβαλαν σε έναν σκελετό. Σαν να μου λένε... «Κοίτα πώς ντύνεσαι». Είχαν δίκιο, φορούσα ακόμα άσπρες κάλτσες, δεν είχα στυλ. Τώρα, όμως, η Ιταλία δεν έχει αυτή την σπιρτάδα και την δίψα για ζωή. Αντίθετα όμως, έτσι νομίζουν, τα έχει όλα αυτή η χώρα. Οι Ιταλοί είναι μοναδικοί». Ρουντ Γκούλιτ