“Η ζωή μου ήταν δύσκολη.
Γεννήθηκα επτά μηνών, οι παππούδες μου με ζέσταναν με μπουκάλια ζεστού νερού.
Ζούσαμε στη Βία Ντελα Σφέρα 19.
Ένα σημάδι.
Η μπάλα ήταν η θρησκεία μου και το 19 το νούμερο μου στο Μουντιάλ.
Μικρός είχα κακές παρέες, αλλά το ποδόσφαιρο με κράτησε και έσωσα τον εαυτό μου.
Δεν πήγα στο σχολείο εθελοντικά αλλά είδα όλους τους κινδύνους στον δρόμο.
Η μαφία…
Η δεκαετία του ενενήντα στο Παλέρμο ήταν απαίσια.
Με κατηγορούσαν για πολλά, λόγω του τόπου καταγωγής μου.
Ο αέρας ήταν βαρύς για μένα, πάντα.
Οι Σικελοί δεν αξίζουν προκατάληψη.
Δεν κατάγομαι από πλούσια οικογένεια.
Ο μπαμπάς μου μας πήγαινε στην παραλία, στο Μοντέλο, αντί για σωσίβιο είχα ένα λάστιχο για να επιπλέω.
Εκανα διάφορες δουλειές… φούρναρης, ελαστικά, οικοδόμος, οινοποιός, μανάβης.
Ήθελα λεφτά στην τσέπη μου, το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που με έσωσε.
Ξεπέρασα την φτώχεια, υπέφερα απο την διασημότητα.
Δεν ήθελα να γίνω διάσημος, ήθελα μόνο να παίζω μπάλα.
Η ζωή μου έχει αλλάξει χωρίς όμως να αλλάξω εγώ.
Μεταξύ δεκαεφτά και τριαντατεσσάρων ετών, τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό.
Το ποδόσφαιρο πήρε τα καλύτερα μου χρόνια αλλά με εσώσε απο τις κακές παρέες.
Σ’εκείνο το Μουντιάλ του ενενήντα, υπήρχε δυσπιστία στο πρόσωπο μου και πάντα έτσι ήταν.
Εκανα ένα έθνος να ονειρυετεί, ήταν εκείνες οι φανταστικές, μαγικές νύχτες.”
Τότο Σκιλάτσι