Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε το 1872 στο Μαρούσι, χωριό τότε κοντά στην Αθήνα.
Η δουλειά του ήταν νερουλάς στα γύρω χωριά.
Κατά τη στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε για την ικανότητά του να τρέχει “πιο γρήγορα από άλογο”.
Ο Σπύρος Λούης, ένας απλός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και ειδική εκπαίδευση, που πάντα φορούσε την ελληνική εθνική ενδυμασία, έγινε μύθος.
Πολλοί συγγραφείς τού αφιέρωσαν ποιήματα και ύμνους και ο Τύπος τον ανακήρυξε ήρωα.
Σήμερα τ’ όνομά του έχει μείνει έκφραση παροιμιώδης, που δείχνει τη ζωντάνια αυτού του μύθου.
Παρά τη δόξα που απέκτησε μετά τους Αγώνες, η ζωή του ήταν δύσκολη.
Δούλευε σκληρά για να κερδίσει τα προς το ζην και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με την υγεία της γυναίκας του.
Οδηγήθηκε ακόμη και στη φυλακή, καταδικασμένος άδικα για πλαστογραφία, αλλά το ευρύ κοινό συνέχισε να τον υποστηρίζει.
Σύντομα, η δικαιοσύνη αναγνώρισε το λάθος της και τον απελευθέρωσε.
Ο Λούης πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο ως επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας, μεταφέροντας το Ολυμπιακό σύμβολο της χώρας του, τον κότινο, ένα στεφάνι αγριελιάς.
Αυτή ήταν και η τελευταία του δημόσια εμφάνιση.
Πέθανε το 1940, αφήνοντας πίσω του έναν ισχυρό μύθο που ξεπέρασε την εν ζωή του φήμη.
Όταν το 1894 αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων , άρχισαν οι προετοιμασίες ώστε οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (1896) να διοργανωθούν στην Αθήνα.
Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο μαραθώνιος, άθλημα που δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε.
Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ήταν κατενθουσιασμένοι για το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που ήθελαν να δηλώσουν συμμετοχή.
Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893-1895).
Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας, διοργανώθηκε στις 10 Μαρτίου.
Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3 ώρες, 18 λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, στις 25 Μαρτίου.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον είχε πείσει να δηλώσει συμμετοχή, όμως ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, εκτός του χρονικού ορίου που είχε τεθεί για την πρόκριση.
Τελικά έγινε οριακά δεκτός με παρέμβαση του διοργανωτή Παπαδιαμαντόπουλου, μαζί με τον 6ο συνυποψήφιό του Μασούρη, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Νικητής στους δεύτερους προκαταρκτικούς αναδείχθηκε ο Ι. Λαυρέντης.
Ο Μαραθώνιος ήταν να πραγματοποιηθεί στις 29 Μαρτίου (σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), και αναμένονταν με μεγάλο ενθουσιασμό από όλους.
Ο λαός και οι κυβερνώντες επιζητούσαν τη μεγάλη εθνική επιτυχία, η οποία δεν είχε έρθει μέχρι στιγμής στους εν λόγω ολυμπιακούς αγώνες.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα.
Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό (Albin Lermusiaux) που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο.
Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση.
Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα.
Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα.
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά όταν ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Σε λίγο κατέφτασε ένας έφιππος αξιωματικός και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου.
Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην!»
Ο Λούης μπήκε πρώτος στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο κόσμος μαζί με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα.
Ο μύθος λέει ότι ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό.» Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο ίδιος δήλωσε ότι αρνήθηκε ως δώρο κάποιο άλογο ή κάρο.
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα, σε ηλικία 24 ετών.
Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου.