Στις 3 Μαίου του 2011 έφυγε απο την ζωή, ο Θανάσης Βέγγος, ο μεγάλος έλληνας ηθοποιός.
” Δεν αντέχω την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια.
Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός.
Ηθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.
Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου.
Ισως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος.
Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν «κύριε Βέγγο».
Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών!
Μα, Θανάση με λένε!
Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ενας λαϊκός άνθρωπος ήμουν.”
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, μοναχογιός του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγκου.
Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, ενώ ήταν και ήρωας της αντίστασης.
Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων.
Η απόλυση προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον ανάγκασε να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο.
Κυριότερη, μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν η απασχόλησή του σε επεξεργασίες δερμάτων.
Παράλληλα έκανε μικροθελήματα στη γειτονιά.
Τα χρόνια 1948-1950 υπηρέτησε τη θητεία του ως “ανεπιθύμητος” στρατιώτης στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο.
Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία Μαγική Πόλη του Κούνδουρου.
Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό.
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή.
Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1959.
Τον ίδιο καιρό, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή.
Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής.
Με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλλα!, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ΘΒ-Ταινίες Γέλιου.
Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία.
Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρεία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.
Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωσή του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού.
Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας του 1976.
Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο.
Τη δεκαετία του 1980 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά, που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988.
Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται το 1991 με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη.
Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997, στον ρόλο του Δικαιόπολη στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία.
Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων.
Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία “Το πέταγμα του κύκνου” που προβλήθηκε το 2010.
Ο Θανάσης Βέγγος νοσηλευόταν από τις 19 Δεκεμβρίου 2010 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου.
Απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του.
Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο στις 4 Μαΐου, με παρουσία πολλών επισήμων και φίλων. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.