Μια ταινία, γροθιά στο στομάχι.
Μέσα απο τις φρικαλεότητες του πολέμου, περνάει ένα αντιπολεμικό μήνυμα!
Ο Πιανίστας, είναι μια ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, παραγωγής 2002, με πρωταγωνιστή τον Έντριαν Μπρόντυ.
Αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης αυτοβιογραφίας του Εβραίου Πολωνού μουσικού, Βουαντίσουαφ Σπίλμαν (1911 – 2000).
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών με τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ διεκδίκησε επτά βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ), ανάμεσα στα οποία και αυτό της καλύτερης ταινίας.
Τελικά κέρδισε τρία: Καλύτερης σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου και Α’ Ανδρικού Ρόλου, με τον Μπρόντυ να αποτελεί το νεαρότερο ηλικιακά ηθοποιό που έχει λάβει το βραβείο αυτό.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως η ταινία κέρδισε επίσης επτά Βραβεία Σεζάρ, ανάμεσα στα οποία αυτά της Καλύτερης ταινίας, Καλύτερης σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου, χαρίζοντας στον Μπρόντυ ακόμη μια ασυνήθιστη πρωτιά: αυτή του πρώτου Αμερικανού που παίρνει αυτή τη διάκριση.
Ο Βουαντίσουαφ Σπίλμαν, ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας, βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939.
Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βουαντίσουαφ επιστρέφει σπίτι όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία.
Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται: κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό, όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν και να υπομένουν αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις.
Ώσπου τελικά το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας.
Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού.
Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα.
Ο Βουαντίσουαφ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του εβραϊκού γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος.
Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο γκέτο ως εργάτης-σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα.
Όσο ζει κρυμμένος, γίνεται μάρτυρας πολλών θηριωδιών που διαπράττουν τα Ες-Ες, όπως μαζικές δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και εμπρησμούς. Παρακολουθεί επίσης την επανάσταση που λαμβάνει χώρα στο γκέτο, χωρίς να μπορεί να προσφέρει ή να αντιδράσει με άλλο τρόπο.
Τελικά, τα Ες-Ες μπαίνουν με τη βία στο γκέτο και σκοτώνουν όλους σχεδόν τους εναπομείναντες αντάρτες.
Ανάμεσα στις τρομακτικές σκηνές που εξελίσσονται γίνεται μια αναφορά στη δράση του Γιόζεφ Μπλος, ενός αξιωματικού των Ες-Ες γνωστού σήμερα για τις ιδιαίτερα βάναυσες πράξεις του.
Χαρακτηριστικά συγκεντρώνει και εκτελεί μια ομάδα Εβραίων που έμοιαζαν αρκετά μεγάλοι ή αδυνατισμένοι για να δουλέψουν.
Σε κάποια άλλη σκηνή, η απάντησή του σε μια νεαρή μητέρα που τον ρωτά πού πηγαίνουν τα τρένα είναι ένας εξ επαφής πυροβολισμός.
Ένα χρόνο μετά, η ζωή στη Βαρσοβία γίνεται όλο και χειρότερη.
Η πολωνική αντίσταση γνωρίζει αποτυχίες ενάντια στη γερμανική κατοχή, κάτι που οδηγεί στη ραγδαία μείωση του πληθυσμού.
Ο Σπίλμαν εν τω μεταξύ, αγγίζει το θάνατο λόγω αρρώστιας (ίκτερου) και υποσιτισμού.
Μετά την απομάκρυνση όλου του πληθυσμού της Βαρσοβίας και των Γερμανών λόγω του ρωσικού στρατού που πλησιάζει, μένει εντελώς μόνος.
Τριγυρνά στα λιγοστά σπίτια που δεν έχουν καταστραφεί εντελώς και ψάχνει για φαγητό.
Ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να ανοίξει μια κονσέρβα διαπιστώνει με τρόμο πως κάποιος τον παρακολουθεί.
Ωστόσο δεν ήταν η περίπολος, αλλά ένας ένστολος Γερμανός, ο Βιλμ Χόσενφελντ.
Ο Σπίλμαν έχει παραλύσει στην ιδέα του θανάτου, αλλά ο Γερμανός του ζητά απλά να του παίξει κάτι στο πιάνο.
Ο Σπίλμαν, μια σκιά πλέον του παλιού εαυτού του, παίζει την Μπαλάντα του Σοπέν σε Σολ Μινόρε.
Ο Γερμανός συγκινημένος του επιτρέπει να συνεχίσει να κρύβεται στη σοφίτα και του φέρνει τακτικά φαγητό, σώζοντάς του τη ζωή.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Γερμανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν λόγω του Κόκκινου Στρατού.
Στην τελευταία τους συνάντηση, ο Γερμανός ρωτά τον Σπίλμαν το όνομά του και όταν εκείνος του απαντά, αναφωνεί πως είναι ταιριαστό όνομα για πιανίστα (το Szpilman είναι ομόφωνο του γερμανικού spielmann που σημαίνει «αυτός που παίζει») και του υπόσχεται πως θα τον ακούει στο ραδιόφωνο.
Επίσης του δίνει το σακάκι του, κάτι που παραλίγο να αποβεί μοιραίο αφού οι Πολωνοί τον μπερδεύουν για Γερμανό και τον πυροβολούν. Όταν αντιλαμβάνονται ότι είναι Πολωνός τον ρωτούν γιατί φοράει γερμανικό σακάκι και εκείνος απαντά απλά «κρυώνω».
Σε ένα κοντινό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Γερμανός ευεργέτης του Σπίλμαν βρίσκεται εκεί μαζί με πολλούς άλλους Γερμανούς και παρακαλεί έναν Πολωνό μουσικό να μιλήσει στον Σπίλμαν για να τον ελευθερώσει.
Ο Σπίλμαν, που πλέον εργάζεται ξανά στον ραδιοφωνικό σταθμό, φτάνει πολύ αργά.
Όλοι οι αιχμάλωτοι έχουν μεταφερθεί χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους.
Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Βουαντίσουαφ Σπίλμαν θριαμβεύει παίζοντας Σοπέν μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό.
Στους τίτλους τέλους μαθαίνουμε πως ο Σπίλμαν παρέμεινε στη Βαρσοβία όπου πέθανε το 2000 σε ηλικία 88 ετών και πως ο Γερμανός ευεργέτης του πέθανε το 1952 σε ένα Σοβιετικό στρατόπεδο, μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια επτά χρόνων, σε κατάσταση πλήρους ψυχικής διαταραχής.
Συν τοις άλλοις είχε υποστεί και ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Σπίλμαν τον έψαχνε για έναν χρόνο.
Το 1950 έμαθε το όνομά του και προσπάθησε να τον απελευθερώσει, χωρίς όμως επιτυχία.
Το 1957 επισκέφθηκε την οικογένειά του στη Δυτική Γερμανία.
Η ιστορία ήταν προσωπική υπόθεση για τον σκηνοθέτη, Ρόμαν Πολάνσκι, που ξέφυγε από το γκέτο της Κρακοβίας όντας παιδί, μετά τον θάνατο της μητέρας του.
Τελικά έζησε στον αχυρώνα ενός αγρότη μέχρι το τέλος του πολέμου.
Ο πατέρας του άγγιξε τον θάνατο στα στρατόπεδα, αλλά τελικά επανενώθηκε με τον γιο του μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η φωτογραφία της ταινίας ξεκίνησε στις 9 Φεβρουαρίου 2001 στο Πότσδαμ της Γερμανίας.
Το γκέτο της Βαρσοβίας και η πόλη που το περιτριγύριζε δημιουργήθηκαν σε στούντιο όπως ακριβώς έδειχναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Παλαιοί σοβιετικοί στρατώνες χρησιμοποιήθηκαν για να αναδημιουργηθεί η πόλη, καθώς επρόκειτο να καταστραφούν έτσι κι αλλιώς.
Οι πρώτες λήψεις έγιναν στους παλιούς στρατώνες.
Λίγο μετά, οι δημιουργοί μεταφέρθηκαν σε μια βίλα στο Πότσδαμ, που αναπαράστησε το σπίτι όπου ο Σπίλμαν συνάντησε τον Χόσενφελντ. Στις 2 Μαρτίου 2001, τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Μπέλιτς της Γερμανίας. Εκεί γυρίστηκαν οι σκηνές κατά τις οποίες οι στρατιώτες καταστρέφουν το νοσοκομείο με φλογοβόλα.
Στις 15 Μαρτίου επέστρεψαν στο πρώτο στούντιο. Η πρώτη σκηνή που γυρίστηκε εκεί αφορούσε την αντίσταση των Εβραίων του Γκέτο, η οποία τελικά κατανικήθηκε από τους Ναζί.
Η σκηνή ήταν πολύπλοκη και απαιτητική τεχνικά, καθώς περιελάμβανε επικίνδυνες σκηνές και εκρήξεις.
Τα γυρίσματα στο στούντιο έλαβαν τέλος στις 26 Μαρτίου και ξανάρχισαν στη Βαρσοβία στις 29 Μαρτίου.
Η Πράγα επιλέχτηκε για γυρίσματα καθώς έχει αρκετά κτίρια της εποχής.
Το τμήμα καλλιτεχνικής διεύθυνσης βασίστηκε σε αυτά για να αναπλάσει την Πολωνία της εποχής με πινακίδες και αφίσες της περιόδου. Πρόσθετες λήψεις έγιναν γύρω από τη Βαρσοβία.
Η σκηνή όπου ο Σπίλμαν, η οικογένειά του και εκατοντάδες Εβραίοι περιμένουν για να μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γυρίστηκε στην τοπική Στρατιωτική Ακαδημία.
Η φωτογραφία ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο 2001 και ακολουθήθηκε από μήνες πρόσθετης επεξεργασίας στο Παρίσι, όπου ο Πολάνσκι γεννήθηκε και πλέον κατοικεί μόνιμα.
Ο Πιανίστας έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών, στις 24 Μαΐου 2002, όπου και κέρδισε τη μέγιστη διάκριση, το Χρυσό Φοίνικα.
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ενώ σε DVD από την Sony Pictures Home Entertainment Hellas στις 26 Μαΐου 2003 σε μια απλή έκδοση χωρίς πρόσθετο περιεχόμενο πέραν του τρέιλερ.
Ο Έντριαν Μπρόντυ έχασε 14 κιλά για να υποδυθεί τον Βουαντίσουαφ Σπίλμαν ακολουθώντας δίαιτα πείνας με νερόβραστα για έξι εβδομάδες.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ενώ έψαχνε τοποθεσίες στην Κρακοβία, ο Ρόμαν Πολάνσκι συνάντησε κάποιον άντρα που βοήθησε την οικογένειά τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο σκηνοθέτης παρέχει τη φωνή του στον άντρα που περιμένει να περάσει το δρόμο διαμαρτυρόμενος που η οδός Τζένταϊλ χτίστηκε μέσα στο Γκέτο.Το ρόλο του Σπίλμαν διεκδίκησαν ανεπιτυχώς 1.400 άντρες σε οντισιόν στο Λονδίνο.
Τα έσοδα από την ολλανδική πρεμιέρα της ταινίας χαρίστηκαν στο σπίτι της Άννας Φρανκ.
Πρόκειται για την πρώτη ταινία που βραβεύτηκε ως η καλύτερη της χρονιάς στα Βραβεία Σεζάρ, χωρίς να ακούγεται σε αυτή ούτε μια γαλλική λέξη.
Η παραγωγή σταμάτησε για μία μέρα όταν πέθανε ένας από τους παραγωγούς, ο Ρεϊνιέρ Σάπερ.
Η ταινία αφιερώθηκε στη μνήμη του.
Στην ταινία κάνει μια εμφάνιση ο εγγονός του πραγματικού Σπίλμαν.