Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής είναι Έλληνας πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και προπονητής.
Με ύψος 1,82 μέτρα αγωνιζόταν στη θέση του πόιντ γκαρντ.
Αποτελεί μία αξιόλογη μορφή στο χώρο της ελληνικής καλαθοσφαίρισης, με συλλογικές διακρίσεις τόσο σε εγχώριο επίπεδο (ως παίκτης), όσο και σε ευρωπαϊκό (ως προπονητής).
Η διαχρονική παρουσία και προσφορά του στο άθλημα υπερβαίνει τα 50 έτη.
Ο Αλεξανδρής ξεκίνησε την ενασχόληση του με την καλαθοσφαίριση τον Δεκέμβριο του 1965 στην Αναγέννηση Θεσσαλονίκης, όπου γρήγορα η αθλητικότητα και το ταλέντο του ξεχώρισαν, με αποτέλεσμα να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών μεγάλων ομάδων.
Τον νεαρό τότε Αλεξανδρή προσέγγισαν δύο σπουδαίες φυσιογνωμίες της Θεσσαλονικιώτικης καλαθοσφαίρισης, ο Ορέστης Αγγελίδης του ΠΑΟΚ και ο Ανέστης Πεταλίδης του Άρη, οι οποίοι διέγνωσαν την αθλητική του αξία και προοπτική.
Επιθυμία του ίδιου, ήταν να αγωνιστεί στον Άρη, ομάδα που όπως έχει δηλώσει, υποστήριζε από μικρή ηλικία.
Η μεταγραφή υλοποιήθηκε το 1970 και λόγω ενός απαγορευτικού κανονισμού της εποχής, ο Αλεξανδρής μαζί με τον Χάρη Παπαγεωργίου που επίσης αγωνιζόταν στην Αναγέννηση, αναγκάστηκε να μείνει ένα χρόνο εκτός δράσης.
Στη πορεία εξελίχθηκε σε μία από τις ηγετικές μορφές του συλλόγου τη δεκαετία του ’70 με αποκορύφωμα της εννιαετής σταδιοδρομίας του στον Άρη, την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Ελλάδος το 1979, όντας αρχηγός της ομάδας.
Στην καθοριστική μάλιστα νίκη με 85–82 επί του Ολυμπιακού εντός έδρας, ο Βαγγέλης Αλεξανδρής ήταν πρώτος σκόρερ του αγώνα με 30 πόντους και είχε 20/20 ελεύθερες βολές. Αποχώρησε από τον Άρη το 1980 και μετά από μία απουσία ενός έτους από την αγωνιστική δράση (ήρθε σε σύγκρουση με την διοίκηση του Άρη και δεν κατάφερε να μείνει ελεύθερος), μετακινήθηκε στον ΠΑΟΚ.
Λίγο πριν υπογράψει με τον ΠΑΟΚ, ο προπονητής και συμπαίκτης του παλαιότερα στον Άρη, Γιάννης Ιωαννίδης, επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικώς και προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στον Άρη, όμως ο Αλεξανδρής αρνήθηκε.
Φόρεσε τα ασπρόμαυρα για τέσσερα χρόνια και συμμετείχε σε δύο τελικούς Κυπέλλου.
Το 1982 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του τελικού με 22 πόντους, όμως το τρόπαιο κατέληξε στον Παναθηναϊκό που επικράτησε με 65–63.
Το 1984, αγωνίστηκε στον τελικό των “ξυρισμένων κεφαλιών” όπου ο ΠΑΟΚ νίκησε με 74–70 τον Άρη και στέφθηκε κυπελλούχος Ελλάδος.
Στη δύση της καριέρας του, με παρότρυνση του Μιχάλη Γιαννουζάκου, αγωνίστηκε στον Ηρακλή, όντας ένας από τους λίγους καλαθοσφαιριστές που έχουν φορέσει τη φανέλα και των τριών μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης.
Με την Εθνική Εφήβων κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ Εφήβων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1970.
Στον τελικό, όπου η Ελλάδα ηττήθηκε από μία σαφώς ανώτερη Σοβιετική Ένωση με 48–80 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Αλεξανδρής ήταν πρώτος σκόρερ της Εθνικής με 12 πόντους.
Με την Εθνική Ανδρών, αγωνίστηκε στο Προολυμπιακό τουρνουά του 1972 και στο Ευρωμπάσκετ 1983, καταγράφοντας συνολικά 73 συμμετοχές και 344 πόντους.
Ο Αλεξανδρής υπήρξε ένας ολοκληρωμένος πόιντ γκαρντ.
Έχοντας καλή αθλητική και σωματική υποδομή, ήταν ταχύς, καλός χειριστής της μπάλας και με πολυδιάστατο τρόπο παιχνιδιού, καθώς κατείχε τόσο αμυντικές, όσο και επιθετικές αρετές. Στην άμυνα, ήταν χαρακτηριστική η προσήλωση του και η ικανότητα του να μαρκάρει αποτελεσματικά περιορίζοντας σε σημαντικό βαθμό το παιχνίδι αντιπάλων με ευχέρεια στο σκοράρισμα.
Δυνατό του σημείο επίσης, ήταν το διάβασμα των φάσεων και το κλέψιμο της μπάλας.
Στην επίθεση, ήταν καλός οργανωτής του παιχνιδιού, επιχειρούσε πολλές διεισδύσεις προς τη ρακέτα και επιδείκνυε ομαδικότητα, μοιράζοντας αρκετές ασίστ προς τους συμπαίκτες του. Ικανός σκόρερ, που μπορούσε να ευστοχήσει και από μέση ή μακρινή απόσταση αλλά επέλεγε συχνότερα το σουτ με μπάσιμο.
Ο προπονητής του Φαίδωνας Ματθαίου και ο συμπαίκτης του στην Εθνική Ελλάδας Βασίλης Γκούμας, βλέποντας τον δυναμικό τρόπο παιχνιδιού του Αλεξανδρή, του έδωσαν το προσωνύμιο Τίγρης της ελληνικής καλαθοσφαίρισης, το οποίο τον συνοδεύει έως σήμερα.
Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες προπονητές και έχει 2 ευρωπαϊκά τρόπαια στη συλλογή του.
Ξεκίνησε να ασχολείται με την προπονητική από πολύ νωρίς.
Μεταξύ των μετακινήσεων του ως αθλητής, υπήρξαν δύο ενδιάμεσες χρονιές, όπου την περίοδο 1980–81 ανέλαβε τον Γ.Σ. Λάρισας στην “παρθενική” του εμφάνιση στην Α’ Εθνική και έχοντας παίκτες όπως ο Άρης Ζώης και ο Νίκος Σταυρόπουλος, σημείωσε μεγάλες νίκες επί του Άρη, του ΠΑΟΚ, του Ηρακλή και της ΑΕΚ για να κερδίσει με ευκολία την παραμονή του.
Την περίοδο 1985–86 οδήγησε από τον πάγκο την εφηβική ομάδα του Άρη στη 2η θέση του Πανελληνίου Πρωταθλήματος (στη 1η θέση τερμάτισε το Περιστέρι, που είχε στη σύνθεση του τον Άγγελο Κορωνιό).
Μετά το τέλος της αθλητικής του καριέρας το 1988, προπόνησε μερικές ομάδες της ελληνικής περιφέρειας (Πέρα Θεσσαλονίκης, ΠΑΟΔ) και ακολούθως επέστρεψε στον Γ.Σ. Λάρισας, τον οποίο αρχικά προβίβασε με δύο διαδοχικές ανόδους από τη Β’ Εθνική στην Α1 Κατηγορία το 1992 και μετέπειτα διατήρησε στην πρώτη κατηγορία τις επόμενες τρεις αγωνιστικές περιόδους.
Επόμενη ομάδα που ανέλαβε ήταν ο ΠΑΟΚ και στη συνέχεια ο Απόλλωνας Πατρών.
Το 1997, καθοδήγησε τον Απόλλωνα μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος (πρώτη επαρχιακή ομάδα που συμμετείχε σε τελικό Κυπέλλου) όπου χρειάστηκε το τελευταίο σουτ του αγώνα για να ηττηθεί στο ΟΑΚΑ με 80–78 από τον πολύ ισχυρό Ολυμπιακό της εποχής, ο οποίος εκείνη τη σεζόν κατέκτησε το Τριπλ Κράουν (Πρωτάθλημα – Κύπελλο – Ευρωλίγκα).
Ο πρώτος ευρωπαϊκός του τίτλος ήρθε το 2001 όταν ήταν προπονητής του Αμαρουσίου και κατέκτησε το Κύπελλο Σαπόρτα νικώντας στον τελικό της Βαρσοβίας με 74–72 τη γαλλική Ελάν Σαλόν.
Το 2003 κατέκτησε το Champions Cup με την ομάδα του Άρη, ύστερα από την επικράτηση με 84–83 επί της πολωνικής Πρόκομ Τρεφλ στον τελικό που διεξήχθη στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο.
Την ίδια χρονιά οδήγησε τον Άρη στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος, όπου ηττήθηκε με 76–81 από τον Παναθηναϊκό στο ΕΑΚ Νεάπολης Λάρισας.
Το 2006, έφτασε με την Ολύμπια Λάρισας μέχρι τα ημιτελικά του EuroCup Challenge, όπου αποκλείστηκε από τη ρωσική Ουράλ Γκρέιτ.
Το 2013, δοκίμασε για πρώτη φορά τη τύχη του στο εξωτερικό και σε μη συλλογικό επίπεδο, καθώς ανέλαβε ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ιορδανίας, με την οποία κατέλαβε την 7η θέση στο Πανασιατικό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στις Φιλιππίνες.
Ο Αλεξανδρής είναι ο μοναδικός στην ιστορία που έχει αγωνιστεί ως αθλητής και παράλληλα έχει διατελέσει και προπονητής των τριών μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης, ΠΑΟΚ Άρη και Ηρακλή (από δύο θητείες σε κάθε ομάδα ως προπονητής).
Είναι γεγονός, ότι η συνολική προσφορά του στους τρεις συλλόγους, τόσο ως καλαθοσφαιριστής, όσο και ως προπονητής, έχει αναγνωριστεί και ο ίδιος χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού της συντριπτικής πλειοψηφίας των φιλάθλων και των τριών ομάδων της Θεσσαλονίκης.
Έχει προπονήσει 13 ομάδες στην πρώτη κατηγορία του Ελληνικού Πρωταθλήματος (με τελευταία τον Πανιώνιο το 2018) και με 537 αγώνες είναι στη 2η θέση όλων των εποχών. Έδωσε το παρών σε 5 Ελληνικά All-Star Games ως προπονητής (δύο ως πρώτος, τρία ως δεύτερος) και σε 4 Final fours Κυπέλλου Ελλάδας.
Αρκετοί Έλληνες προπονητές με αξιόλογη πορεία στο χώρο της καλαθοσφαίρισης, όταν έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην προπονητική, υπήρξαν μέλη του τεχνικού επιτελείου και συνεργάτες του Βαγγέλη Αλεξανδρή, όπως ο Δημήτρης Ιτούδης (1995 – ΠΑΟΚ), ο Δημήτρης Πρίφτης (2006 – ΑΕΚ) και ο Σωτήρης Μανωλόπουλος (2010 – Μαρούσι).
Σύμφωνα με τον ίδιο, η προπονητική του φιλοσοφία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πατριάρχη της ελληνικής καλαθοσφαίρισης Φαίδωνα Ματθαίου, τον οποίο είχε προπονητή στην Εθνική Ομάδα και στον ΠΑΟΚ και θεωρεί ως μέντορα του..
Ένας από τους δύο Έλληνες προπονητές με 2 ευρωπαϊκά τρόπαια σε συλλογικό επίπεδο – Δημήτρης Ιτούδης: 2× Ευρωλίγκα (ΤΣΣΚΑ Μόσχας), Βαγγέλης Αλεξανδρής: 1 Κύπελλο Σαπόρτα (Μαρούσι) + 1 Champions Cup (Άρης)
Μοναδικός Έλληνας προπονητής με 2 ευρωπαϊκά τρόπαια με ελληνικούς συλλόγους.
Από 1 ευρωπαϊκό έχουν οι: Γιώργος Μπαρτζώκας (Ευρωλίγκα – 2013, Ολυμπιακός), Νίκος Μήλας (Κυπελλούχων – 1968, ΑΕΚ), Σούλης Μαρκόπουλος (Κόρατς – 1994, ΠΑΟΚ)
Μοναδικός με θητεία παίκτη και προπονητή σε Άρη – ΠΑΟΚ – Ηρακλή συνδυαστικά (σε οποιοδήποτε άθλημα).