”Tο ξεκίνημα δεν ήταν εύκολο, χρειάστηκαν θυσίες, εισέπραξα πίκρα, πόνο, στεναχώρια και μεγάλες χαρές.
Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, τότε γίνεσαι μεγάλος.
Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει και τον πρόλαβα στο τσακ.
Όταν είσαι αυτός που είσαι, στην καθημερινότητά σου, όλα τα κερδίζεις.
Κανενός ξεκίνημα δεν είναι απλό.
Τους πρώτους δίσκους τους έβγαζα μόνος μου, τους πρώτους δέκα δίσκους.
Με έπιασε η αστυνομία με τον αδερφό μου να κολλάμε αφίσες και μόλις είδαν ποιος είμαι κατάλαβαν.
Έκανα τρεις δουλειές, ήμουν μουτζούρης αυτοκινήτων και το σαββατοκύριακο τραγούδαγα.
Το 1978 με έφερε ο Μίμης Πλέσσας σε εταιρία και λέει εγώ θα γράψω τα μισά τραγούδια και θα τον στηρίξουμε.
Λένε μόλις κλείσαμε λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο.
Ξαναγύρισα πίσω περιμένοντας να χτυπήσει η πόρτα.
Η πόρτα όμως δεν χτυπάει αν δεν χτυπήσεις εσύ.
Το 1959 είμαι 8 – 9 χρονών και είχε βγει «Το τελευταίο βράδυ μου» του Καζαντζίδη και το έχω μάθει απέξω.
Πήγα και έσπασα ένα μπολ στο σπίτι και το έκανα ηχείο.
Φωνάζω τους φίλους μου και κάνουμε μπάντα.
Έρχεται η μάνα μου, ξύλο, όσο πιο πολύ με βάραγε, τότε, περισσότερο ήθελα να γίνω τραγουδιστής.
Η μαμά μου τραγούδαγε παραδοσιακά πάρα πολύ ωραία.
Έκανα αμέτρητες δουλειές στη ζωή μου, έπειτα έχασα τον πατέρα μου στα 17, ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια.
Πήγαινα στα σπίτια που καθάριζε η μητέρα μου να τη βοηθήσω και δεν ήθελε, στεναχωριόταν.
Η πρώτη επαγγελματική ενασχόληση ήταν όταν ένα βράδυ, πάμε σε ένα ταβερνάκι με την παρέα μου και αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί και είναι ένας μουσικός και μου λέει δεν έρχεσαι τα Σάββατα να λες κανένα τραγουδάκι.
Λέω ντρέπομαι.
Ήταν ένα μαγαζί που χώραγε 150 άτομα και έλεγαν λαϊκά και ποντιακά.
Στην πρεμιέρα ήρθε όσος κόσμος έρχεται και σήμερα στις πρεμιέρες μου.
Ήρθε όλη η γειτονιά, έκλεισε ο δρόμος μάλιστα.
Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί.
Εκεί άρχισα να νιώθω τη φλόγα.
«Έφαγα πάρα πολύ μεγάλο πόλεμο…»
Το 1976 άφησα την άλλη δουλειά.
Έκανα τέσσερις εμφανίσεις τη βραδιά, άλλαζα μάλιστα ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο.
Ήταν δύσκολος ο δρόμος ν’ ανοίξει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Το είχα βάλει στόχο να τα καταφέρω και είμαι σε ένα γραφείο μέσα, έχω φάει ένα πούλημα καλό, μεγάλο παραμύθι μάλιστα, εγώ είπα όμως δεν πειράζει.
Έρχεται ένας τύπος που μου άρεσε η φάτσα του. Λέω ποιος είναι αυτός.
Είχε ένα μαγαζί στο τέρμα της Πατησίων.
Του λέω ποιον έχεις μέσα, τον Τζίμη Πανούση μου λέει και τελειώνει αύριο.
Ωραία λέω, ξεκινάμε τη Δευτέρα.
Κάνω 15 μέρες εκεί και πήραν μάλιστα άλλη τροπή τα πράγματα και άρχισα να κατεβαίνω στην Αθήνα.
Όταν ήρθα εδώ, έφαγα πάρα πολύ μεγάλο πόλεμο.
Δηλαδή δεν γράφονται σε βιβλίο.
Να φανταστείς ότι αναγκάστηκα να βάλω φρουρά στο σπίτι μου.
Εγώ τι δουλειά έχω με την φρουρά που δεν πείραξα άνθρωπο στη ζωή μου για να βάλω δύο τρία άτομα;
Λες γιατί, αφού δεν μπήκα στα πόδια κανενός.
Πέρασα τρία χρόνια πάρα πολύ δύσκολα μέχρι που αναγκάστηκα να πουλήσω το σπίτι μου και να πάω σε διαμέρισμα για να ησυχάσω.”
Βασίλης Καρράς στο “Ενώπιος Ενωπίω”