”Το μπάσκετ για να γίνεις αυτός που θέλεις πρέπει να το σκέφτεσαι όλο το 24ωρο.
Να το σκέφτεσαι και στο σπίτι σου, στο αυτοκίνητο σου, τι κάνεις καλά, τι δεν κάνεις, τι πρέπει να βελτιώσεις, τι πρέπει να κρατήσεις, τι πρέπει να πετάξεις.
Είναι όλη η ζωή σου.
Όταν θέλεις να είσαι ηγέτης, πρέπει να εμπνέεις όλο το σύνολο και να πετυχαίνεις.
Δεν μπορώ να φύγω εγώ από το γήπεδο πριν από άλλον συμπαίκτη μου.
Πάντα φεύγω τελευταίος.
Αυτό κάνω σε όλη μου την καριέρα.
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι πάντα θα φεύγω τελευταίος, ό,τι ώρα κι αν τελείωνα.
Η πολύ σκληρή δουλειά δεν με κούρασε ποτέ, ούτε και πρόκειται να με κουράσει είναι κάτι που αγαπώ και το κάνω για να γίνω καλύτερος. Οπότε οτιδήποτε κάνω για να γίνω καλύτερος δεν με κουράζει ποτέ.”
Βασίλης Σπανούλης
Ο Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου 1982 στην Λάρισα.
Αγωνίστηκε ως πόιντ γκαρντ και σούτινγκ γκαρντ εξίσου και θεωρείται από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών.
Είναι πρώτος σε τελικές πάσες στην ιστορία του Ελληνικού Πρωταθλήματος και ο πρώτος σε τελικές πάσες στην ιστορία της Ευρωλίγκας, πρώτος στην αξιολόγηση, πρώτος σε εύστοχα σουτ εντός παιδιάς, καθώς και πρώτος σκόρερ της με 4.455 πόντους.
Είναι επίσης δεύτερος σκόρερ σε όλες τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις όλων των εποχών με 4.872 πόντους (πίσω μόνο από τον Νίκο Γκάλη που έχει 4.909 πόντους).
Ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά στη Λάρισα, κατόπιν πήγε στο Μαρούσι, όπου το 2003 βραβεύτηκε ως Καλύτερος Νέος της σεζόν.
Επίσης, η σεζόν 2004-05, ήταν εξαιρετική για αυτόν, καθώς βοήθησε τα μέγιστα την ομάδα του, στα τελικά του Πρωταθλήματος και στο ULEB Cup.
Την επόμενη σεζόν βρέθηκε στον Παναθηναϊκό, όπου έγινε ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Στην Ευρωλίγκα της σεζόν 2005-06, έκανε πολύ καλές εμφανίσεις και βρέθηκε στην καλύτερη ομάδα.
Κατόπιν, έκανε ένα μικρό πέρασμα από το NBA, τη σεζόν 2006-07, παίζοντας στους Χιούστον Ρόκετς.
Επέστρεψε στον Παναθηναϊκό, βοηθώντας την ομάδα του να κατακτήσει την Ευρωλίγκα της σεζόν 2008-09, ενώ, παράλληλα, ανακηρύχθηκε ως ο πολυτιμότερος παίκτης του φάιναλ φορ της διοργάνωσης.
Το 2010, έκανε ένα νέο βήμα στην καριέρα του, παίρνοντας μεταγραφή στον Ολυμπιακό.
Με τη βοήθειά του η νεαρή σε ηλικία ομάδα του Ολυμπιακού, κατάφερε να κερδίσει την Ευρωλίγκα, τη σεζόν 2011-12, κάτι που επαναλήφθηκε τη σεζόν 2012-13.
Παράλληλα, ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης (MVP) και των δύο φάιναλ φορ, φτάνοντας το ρεκόρ του Τόνι Κούκοτς, οι μόνοι Ευρωπαίοι παίκτες που το έχουν καταφέρει τρεις φορές.
Μερικές από τις μεγαλύτερες βραβεύσεις που έχει είναι ότι ονομάστηκε Καλύτερος Παίκτης των Βαλκανίων το 2009, Καλύτερος Ευρωπαίος Παίκτης το 2012 και το 2013, Αθλητής της Χρονιάς από το Βατικανό, που βραβεύτηκε με το Giuseppe Sciacca βραβείο το 2013, και MVP της Ευρωλίγκας την ίδια χρονιά.
Επίσης, έχει βρεθεί 8 φορές στην καλύτερη ομάδα της Ευρωλίγκας, ο μόνος που το έχει καταφέρει έως τώρα.
Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος του, στην Εθνική Ελλάδας, με την κατάκτηση του δεύτερου χρυσού μεταλλίου στην ιστορία της στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2005.
Σημαντικότερη ήταν, όμως, η προσφορά του στο ασημένιο μετάλλιο, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006, σημειώνοντας δε 22 πόντους, σε εκείνο το αξιομνημόνευτο παιχνίδι, στα ημιτελικά της διοργάνωσης κόντρα στις ΗΠΑ, το οποίο και είχε κερδίσει η Ελλάδα, με 101-95. Κατέκτησε και ένα χάλκινο μετάλλιο, στο Ευρωμπάσκετ του 2009, και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.
Ψηφίστηκε ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο, που έχουν αγωνιστεί στη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων ανά θέση. Ψηφίστηκε ανάμεσα στους κορυφαίους 5 παίκτες, που έχουν αγωνιστεί στη διοργάνωση των Ευρωμπάσκετ αγώνων ανά θέση και στην καλύτερη δεκάδα παικτών της Ευρωλίγκας τη δεκαετία 2010-20.