Ο Βλάντε Ντίβατς, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1968, είναι Σέρβος πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν τζένεραλ μάνατζερ των Σακραμέντο Κινγκς.
Με ύψος 2,16 μέτρα, αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ και πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του στο NBA.
Αγωνίστηκε με τους Λος Άντζελες Λέικερς, Σάρλοτ Χόρνετς και Σακραμέντο Κινγκς.
Στις 16 σεζόν που αγωνίστηκε στις ΗΠΑ κατέγραψε 13.364 πόντους, 9.294 ριμπάουντ, 3.522 ασίστ και 1.630 κοψίματα.
Παράλληλα, υπήρξε διεθνής με την εθνική Γιουγκοσλαβίας, με την οποία κατέκτησε δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα (1990, 2002) και τρία Ευρωμπάσκετ (1989, 1991 και 1995).
Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1968 στην πόλη Πριγιέπολγιε της περιφέρειας Ζλάτιμπορ της Σερβίας, η οποία τότε αποτελούσε κομμάτι της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και είναι γιος του Μιλένκο και της Ράντα Ντίβατς.
Κατά την παιδική του ηλικία ασχολήθηκε τόσο με το ποδόσφαιρο (παίζοντας λόγω ύψους στη θέση του τερματοφύλακα) όσο και με το μπάσκετ, το οποίο εν τέλει προτίμησε.
Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την καλαθοσφαίριση από την ΚΚ Ελάν που έδρευε στη γενέτειρά του.
Λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε στο Κράλιεβο, όπου ζούσε η γιαγιά του.
Στο Κράλιεβο εντοπίστηκε από τον τότε προπονητή της τοπικής Σλόγκα, Μίλαν-Κίμε Μπογκόγεβιτς, ο οποίος εντυπωσιασμένος από το ύψος του έφηβου τότε Ντίβατς, τον κάλεσε να συμμετάσχει στις προπονήσεις της ομάδας, στην οποία εν τέλει εντάχθηκε το 1982 και αγωνίστηκε μέχρι το 1986.
Με τη φανέλα της Σλόγκα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως επαγγελματίας τη σεζόν 1984/85 και την επόμενη αγωνιστική περίοδο παρά τον υποβιβασμό της ομάδας, πραγματοποίησε εξαιρετική παρουσία επιτυγχάνοντας να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της Σλόγκα με 17,6 πόντους ανά αγώνα, καθώς και πρώτος ριμπάουντερ.
Επιπλέον, τράβηξε την προσοχή του ομοσπονδιακού τεχνικού της Γιουγκοσλαβίας, Κρέζιμιρ Τσόσιτς, ο οποίος μετέβαινε μέχρι το Κράλιεβο προκειμένου να κάνει ατομικές προπονήσεις στον Ντίβατς.
Οι εμφανίσεις του Ντίβατς προκάλεσαν το ενδιαφέρον όλων των ισχυρών συλλόγων της Γιουγκοσλαβίας, με τον ίδιο να επιλέγει τελικά την Παρτιζάν.
Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την απόφαση φαίνεται να έπαιξε η παρουσία του Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς στην ομάδα του Βελιγραδίου, ο οποίος ήδη θεωρείτο ως ανερχόμενο ταλέντο στη θέση του πλέι μέικερ.
Στην Παρτιζάν συνυπήρξε ακόμη με τους Ζάρκο Πάσπαλι, Ζέλικο Ομπράντοβιτς και Μίροσλαβ Πετσάρσκι.
Στους ασπρόμαυρους έμεινε μέχρι το 1989, κατακτώντας ένα πρωτάθλημα (1987) και ένα κύπελλο Γιουγκοσλαβίας (1989), καθώς και το Κύπελλο Κόρατς της σεζόν 1988/89, επικρατώντας σε διπλούς τελικούς της ιταλικής Παλακανέστρο Καντού (ήττα με 89–76 στην Ιταλία και επικράτηση με 101-82 επί γιουγκοσλαβικού εδάφους).
Την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο του κορυφαίου Ευρωπαίου καλαθοσφαιριστή.
Παράλληλα, συμμετείχε το 1988 στο παρθενικό Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στη Γάνδη, όπου η Παρτιζάν κατετάγη τρίτη, χάνοντας στον ημιτελικό από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ και επικρατώντας στον μικρό τελικό του Άρη, με τον Ντίβατς να πετυχαίνει 19 και 31 πόντους αντίστοιχα.
Το 1989 ο Ντίβατς επελέγη από τους Λος Άντζελες Λέικερς στο νούμερο 26 του Draft του NBA και ενσωματώθηκε άμεσα στην ομάδα.
Στην προσαρμογή του στο νέο περιβάλλον τον βοήθησαν οι συμπαίκτες του Μάτζικ Τζόνσον και Μπάιρον Σκοτ, ενώ πραγματοποιούσε και ατομικές προπονήσεις υπό την καθοδήγηση του εμβληματικού σέντερ της ομάδας, Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, ο οποίος μόλις είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Με την ολοκλήρωση της πρώτης του σεζόν, ο Ντίβατς αναδείχτηκε στην κορυφαία πεντάδα των ρούκι του NBA για το 1990.
Την επόμενη χρονιά έφτασε με τους Λέικερς μέχρι τους τελικούς του NBA, με τον ίδιο να έχει σημαντική συμβολή στην πορεία της ομάδας.
Στη σειρά των τελικών οι Λέικερς ηττήθηκαν από τους Σικάγο Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν. Τη σεζόν 1991/92 ο Ντίβατς αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού που τον ανάγκασε να αγωνιστεί μόλις σε 40 παιχνίδια (36 της κανονικής περιόδου και 4 στα πλέι οφ), ωστόσο η επιστροφή του στα παρκέ συνδυάστηκε με σημαντική ατομική βελτίωση στους τομείς του σκοραρίσματος και των ριμπάουντ.
Η αγωνιστική του άνοδος συνεχίστηκε και την περίοδο 1993/94 (παρά το γεγονός ότι οι Λέικερς πραγματοποίησαν κακή σεζόν και έμειναν εκτός πλέι οφ για πρώτη φορά μετά το 1976), καθώς και το 1995.
Σε αμφότερες τις σεζόν πραγματοποίησε υψηλές επιδόσεις τόσο στο σκοράρισμα όσο και στα ριμπάουντ.
Η πρώτη του παρουσία στους Λέικερς ολοκληρώθηκε την αγωνιστική περίοδο 1995/96.
Μετά από επτά σεζόν στους Λέικερς μετακόμισε τον Ιούλιο του 1996 στους Σάρλοτ Χόρνετς, στο πλαίσιο ανταλλαγής με τον Κόμπι Μπράιαντ, ο οποίος είχε επιλεγεί από τους Χόρνετς στο νούμερο 13 του Draft.
Ενδιάμεσα, η ομάδα του Λος Άντζελες είχε αποκτήσει ως ελεύθερο τον σέντερ των Ορλάντο Μάτζικ, Σακίλ Ο’Νιλ. Στους Χόρνετς, ο Ντίβατς αγωνίστηκε για δύο χρόνια. Κατά τη δεύτερη σεζόν του, έχασε ορισμένες αναμετρήσεις εξαιτίας ενός τραυματισμού στο γόνατο που τον ανάγκασε να προβεί σε αρθροσκόπηση.
Σε αμφότερες τις σεζόν συμμετείχε με τους Χόρνετς στα πλέι οφ του NBA, φτάνοντας το 1998 μέχρι τους ημιτελικούς της Ανατολής, όπου αποκλείστηκαν από τους μετέπειτα πρωταθλητές Σικάγο Μπουλς.
Τον Ιανουάριο του 1999, κατά τη διάρκεια του λοκ άουτ στο NBA, ο Ντίβατς ήρθε σε συμφωνία με τον Ερυθρό Αστέρα και αγωνίστηκε με τα ερυθρόλευκα για δύο αναμετρήσεις. Η επιστροφή του διεθνή σέντερ στο Βελιγράδι ήταν σύντομη, κάτι που ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα της σφοδρής αντίδρασης των οπαδών της Παρτιζάν, της οποίας είχε αποτελέσει βασικό στέλεχος από το 1986 μέχρι το 1989.
Αργότερα, ο Ντίβατς χαρακτήρισε το πέρασμά του από τον Ερυθρό Αστέρα ως μεγάλο λάθος.
Ακολούθως επέστρεψε στο NBA υπογράφοντας συμβόλαιο συνεργασίας με τους Σακραμέντο Κινγκς, στους οποίους αγωνίστηκε μέχρι το 2004.
Η θητεία του Ντίβατς στο Σακραμέντο, συνδυάστηκε με την αγωνιστική αναγέννηση της ομάδας, η οποία παρέταξε εκείνη την περίοδο ένα πολύ δυνατό σύνολο, το οποίο διακρίθηκε για το ελκυστικό και ομαδικό παιχνίδι του.
Η ταυτόχρονη άφιξή του με τον Κρις Ουέμπερ, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ισχυρής γραμμής στις θέσεις των ψηλών και οδήγησε την ομάδα στα πλέι οφ για τρίτη φορά μετά το 1985, έτος κατά το οποίο η έδρα του συλλόγου μεταφέρθηκε από το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι στην Καλιφόρνια.
Στα πλέι οφ του 1999, οι Κινγκς αντιμετώπισαν στον πρώτο γύρο με μειονέκτημα έδρας τους Γιούτα Τζαζ των Μαλόουν και Στόκτον, από τους οποίους αποκλείστηκαν στο τελευταίο παιχνίδι της σειράς.
Στην πρώτη του σεζόν στο Σακραμέντο, ο Ντίβατς είχε μέσους όρους 14,3 πόντων και 10 ριμπάουντ ανά αγώνα στην κανονική περίοδο και αντίστοιχα 16,2 πόντους και 10 ριμπάουντ στα πλέι οφ.
Τα επόμενα χρόνια, ο Ντίβατς ηγήθηκε μιας ομάδας που έχοντας επιπλέον στο δυναμικό της παίκτες όπως οι Βέμπερ, Πέτζα Στογιάκοβιτς, Τζέισον Ουίλιαμς, Χέντο Τούρκογλου κ.ά., πραγματοποίησε συνεχόμενες παρουσίες στα πλέι οφ του NBA.
Το 2002 οι Κινγκς έφτασαν μέχρι τους τελικούς της Δύσης, όπου παρά το πλεονέκτημα έδρας που είχαν αποκτήσει, ηττήθηκαν με 3-4 στη σειρά αγώνων από τους Λέικερς των Μπράιαντ και Ο’Νιλ, οι οποίοι είχαν αποκλείσει τους Κινγκς και τα δύο προηγούμενα χρόνια (2000 και 2001).
Ως παίκτης των Κινγκς, ο Ντίβατς συμμετείχε το 2001 στο All Star Game του NBA.
Το καλοκαίρι του 2004 ο Ντίβατς επέστρεψε στους Λέικερς, με τη φανέλα των οποίων έκανε τα πρώτα του βήματα στο NBA.
Το δεύτερο πέρασμα του Σέρβου σέντερ από το Λος Άντζελες κράτησε μόλις έναν χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ταλαιπωρήθηκε από χρόνιο πρόβλημα με τη μέση του, που είχε ως αποτέλεσμα να αγωνιστεί σε μόλις 15 αναμετρήσεις.
Λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση της σεζόν, ο Ντίβατς ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, υποστηρίζοντας πως παρόλο που θα μπορούσε να αγωνιστεί για ένα ή δύο χρόνια ακόμη, το πρόβλημα με τη μέση του δεν θα του επέτρεπε να έχει τη μέγιστη δυνατή απόδοση.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης του σεζόν ως επαγγελματίας με τη φανέλα της Σλόγκα, ο Ντιβατς κλήθηκε στην εθνική παίδων της Γιουγκοσλαβίας, με την οποία συμμετείχε στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Μπάσκετ Παίδων που διεξήχθη τον Αύγουστο του 1985 στη Βουλγαρία, κατακτώντας την πρώτη θέση.
Από την πλευρά του, ο Ντίβατς ολοκλήρωσε το τουρνουά με μέσο όρο 11,7 πόντων.
Το επόμενο έτος, έχοντας ήδη χριστεί διεθνής με την εθνική ανδρών στο Μουντομπάσκετ του 1986, συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων κατακτώντας εκ νέου το χρυσό μετάλλιο.
Επίσης, το 1987 ήταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Καλαθοσφαίρισης Νέων Ανδρών επικρατώντας στον τελικό των ΗΠΑ.
Το 1986 συμπεριλήφθηκε στην αποστολή της εθνικής Γιουγκοσλαβίας στο Μουντομπάσκετ που διεξήχθη στην Ισπανία, πραγματοποιώντας την πρώτη του εμφάνιση σε μεγάλη διοργάνωση σε επίπεδο ανδρών.
Ολοκλήρωσε το τουρνουά με 4,6 πόντους ανά παιχνίδι και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Ωστόσο, η παρουσία του στιγματίστηκε από το καθοριστικό προσωπικό του λάθος στον ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση, όταν 12,8 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη της κανονικής διάρκειας του αγώνα και με τη Γιουγκοσλαβία μπροστά στο σκορ με 3 πόντους, πιεζόμενος από τους αντιπάλους υπέπεσε σε διπλή ντρίμπλα.
Αμέσως μετά οι Σοβιετικοί ισοφάρισαν με τρίποντο του Βάλντις Βάλτερς σε 85-85 και στη συνέχεια πήραν την πρόκριση στην παράταση με 91-90.
Το επόμενο έτος συμμετείχε στο Ευρωμπάσκετ που διεξήχθη στην Ελλάδα το 1987, κερδίζοντας άλλο ένα χάλκινο μετάλλιο, καθώς η Γιουγκοσλαβία ηττήθηκε στον ημιτελικό από τη διοργανώτρια Ελλάδα (77-81), επικρατώντας κατόπιν της Ισπανίας στον μικρό τελικό με 98-87.
Ο Ντίβατς αναδείχτηκε δεύτερος σκόρερ των Γιουγκοσλάβων με μ.ό. 13,5 πόντων σε έξι αναμετρήσεις, πίσω μόνο από τον Ντράζεν Πέτροβιτς.
Το 1988 ήταν μέλος της αποστολής της Γιουγκοσλαβίας που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αποσπώντας το ασημένιο μετάλλιο, μετά από ήττα στον τελικό από τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Ντίβατς είχε μ.ό. 12 πόντων και 7 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, ενώ πραγματοποίησε νταμπλ νταμπλ στις νικηφόρες αναμετρήσεις με Νότια Κορέα (13 πόντους και 14 ριμπάουντ) και Αυστραλία (15 πόντοι και 10 ριμπάουντ).
Το 1989 ήταν ένα από τα βασικά στελέχη της Γιουγκοσλαβίας που κυριάρχησε στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ.
Δομημένη πάνω στην ηγετική φυσιογνωμία του Πέτροβιτς, αλλά και στο ομαδικό παιχνίδι του Ντίβατς, τους οποίους πλαισίωναν μεταξύ άλλων οι Τόνι Κούκοτς, Ζάρκο Πάσπαλι και Ντίνο Ράτζα, κατέκτησε με χαρακτηριστική άνεση τη διοργάνωση, επικρατώντας στον τελικό της κατόχου του τίτλου Ελλάδας και μνημονεύεται για το σύγχρονο μπάσκετ που απέδωσε.
Στον τελικό κόντρα στην Ελλάδα (98-77), ο Ντίβατς σημείωσε 16 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ.
Ο Ντίβατς ήταν μέλος της εθνικής Γιουγκοσλαβίας και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1990, όπου οι πλάβι (έχοντας στις τάξεις τους πέραν του Ντίβατς και τους Πέτροβιτς, Κούκοτς, Πάσπαλι, Ζντοβτς, Κόμαζετς κλπ) κατέκτησαν άλλο ένα χρυσό μετάλλιο.
Η παρουσία του στη συγκεκριμένη διοργάνωση, μνημονεύεται πέραν από τις αγωνιστικές του επιδόσεις, κυρίως για το περιστατικό με τον ίδιο και έναν Κροάτη οπαδό, ο οποίος μετά από τη λήξη του τελικού κόντρα στην ΕΣΣΔ (92-75) εισήλθε στον αγωνιστικό χώρο με μια κροατική σημαία, την οποία του απέσπασε ο Ντίβατς.
Κατόπιν ο Σέρβος σέντερ πήρε μια γιουγκοσλαβική σημαία από την κερκίδα και κατευθύνθηκε προς τους συμπαίκτες του, συνεχίζοντας τους πανηγυρισμούς.
Ακολούθησε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο το επόμενο έτος στο Ευρωμπάσκετ του 1991, έχοντας ως συμπαίκτες τους Κούκοτς, Ράτζα, Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς, Πάσπαλι κ.ά.
Η συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν η τελευταία στην οποία συμμετείχε η ενιαία Γιουγκοσλαβία.
Ο Ντίβατς είχε μ.ό. 12 πόντων ανά παιχνίδι.
Ο Ντίβατς εμφανίστηκε ξανά σε διοργάνωση εθνικών ομάδων το 1995.
Ο Πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας που οδήγησε στη διάλυση του κράτους μέσω της απόσχισης των περισσοτέρων ομόσπονδων δημοκρατιών που την απάρτιζαν είχε αντίκτυπο και σε αθλητικό επίπεδο, καθώς οι γιουγκοσλαβικές ομάδες αποκλείστηκαν για πολιτικούς λόγους από τις διεθνείς διοργανώσεις.
Ως εκ τούτου, οι Γιουγκοσλάβοι (πλέον Σέρβοι και Μαυροβούνιοι) επανεμφανίστηκαν στο Ευρωμπάσκετ του 1995 που έλαβε χώρα στην Αθήνα, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο και έχοντας το απόλυτο των νικών σε εννέα αναμετρήσεις.
Ο Ντίβατς αγωνίστηκε σε όλους τους αγώνες που έδωσε η Γιουγκοσλαβία.
Τα στατιστικά του κυμάνθηκαν σε 9 πόντους, 6,3 ριμπάουντ και 2,2 ασίστ σε 26,7 λεπτά ανά παιχνίδι και ο ίδιος αναδείχτηκε μέλος της καλύτερης πεντάδας της διοργάνωσης.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε με τη φανέλα της εθνικής Γιουγκοσλαβίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα (ασημένιο μετάλλιο) και στο Ευρωμπάσκετ του 1999 (χάλκινο μετάλλιο), στο οποίο αποφάσισε να συμμετάσχει την τελευταία στιγμή, με σκοπό να βοηθήσει ψυχολογικά τη πατρίδα του μετά τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς.
Η τελευταία του εμφάνιση με την εθνική Γιουγκοσλαβίας πραγματοποιήθηκε στο Μουντομπάσκετ του 2002, όπου οι Γιουγκοσλάβοι κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο αποκλείοντας μεταξύ άλλων στην προημιτελική φάση τη διοργανώτρια ομάδα των ΗΠΑ με 81-78, σε μια αναμέτρηση όπου ο Ντίβατς πραγματοποίησε νταμπλ νταμπλ με 16 πόντους και 11 ριμπάουντ.
Ο Ντίβατς αναφέρεται ως ηγετική φυσιογνωμία, ομαδικός παίκτης, εξαιρετικός ριμπάουντερ και ως ένας σέντερ που έπαιζε άριστα παιχνίδι με την πλάτη και ολοκλήρωνε υποδειγματικά τις επιθέσεις.
Επίσης, παρά το ύψος του και τη θέση που αγωνιζόταν, διέθετε αξιόπιστο σουτ από μέση απόσταση και διακρινόταν για τις ικανότητές του στην οργάνωση του παιχνιδιού και τις πάσες.
Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο του παιχνιδιού του ήταν το φλόπινγκ, δηλαδή η προσπάθειά του να εκμαιεύσει φάουλ εις βάρος των αντιπάλων του.