”Είχα μόλις φτάσει στον Άγιαξ και προφανώς τον πρώτο μισθό θα τον λάμβανα έναν μήνα αργότερα.
Το ψυγείο μου ήταν άδειο, δεν είχα ούτε ένα κουτί δημητριακά στο σπίτι και απο χρήματα τίποτα.
Καθόμουν στο κρεβάτι μου και τηλεφωνούσα σχεδόν σε όλους όσους ήξερα.
Τους φίλους μου, τον μπαμπά μου, την μαμά μου.
Το άδειο ψυγείο, μου θύμισε την δύσκολη παιδική ηλικία.
Τότε θυμήθηκα τον βραζιλιάνο που ειδα στο αεροδρόμιο.
Ήταν από τους νέους παίκτες, ο Μάξγουελ.
Ο Μάξγουελ δεν ήταν καθόλου όπως οι άλλοι Βραζιλιάνοι που είχα συναντήσει.
Ήταν σίγουρα ένας τύπος ήρεμος, απέφευγε τα πάρτυ και το μεθύσι, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος, ένας άντρας δεμένος με την οικογένεια, η οποία του τηλεφωνούσε συνεχώς σπίτι.
Είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και αν έπρεπε να πω κάτι αρνητικό γι ‘αυτόν, πάλι καλό θα ήταν.
”Μάξγουελ δεν είμαι καλά” του είπα στο τηλέφωνο.
”Δεν έχω καν ενα κουτί από δημητριακά στο σπίτι.”
”Έλα σε μένα αμέσως.” Μου απάντησε.
Ζούσε στο Ουντερκέρκ, μια μικρή πόλη οκτώ χιλιάδων κατοίκων, μετακόμισα σ’αυτόν και κοιμόμουν σ’ ένα στρώμα στο πάτωμα για τρεις εβδομάδες και ήταν πραγματικά ωραίο.
Τρώγαμε μαζί και μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο και την παλιά μας ζωή στην Βραζιλία και στην Σουηδία.
Μου είπε για την οικογένειά του και τους δύο αδελφούς του με τους οποίους ήταν πολύ κοντά, ένας από αυτούς δυστυχώς πέθανε σε τροχαίο.
Πρέπει να πω ευχαριστώ σ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και φίλο.”
Ζλαταν Ιμπραίμοβιτς